Ανάπηρος του αλβανικού μετώπου, ΕΛΑΣ Καισαριανής (2ος Λόχος Άνω Καισαριανής)
-Κουλίτσος: Εμείς είμαστε από το ’37 μαζί;
Από το ’38 είμαστε μαζί. Το ’38 ήρθαμε εμείς, Πρωτοχρονιά. Απευθείας γνωριστήκαμε. Μόλις ήρθαμε, έπιασα δουλειά στου Σκαρπίδη. Εκεί γνωρίστηκα με σένα, με τον Κουράντη (τον Κυριάκο), τον Λευτεράκη, τον Αρίστο [...] Μετά γνώρισα τον Γιώργο, τον Ηλία τον Φύσσα, τον Παναγιώτη...
-Κατοχή. Εμείς χαθήκαμε εν τω μεταξύ.
Δε χαθήκαμε ρε. Πώς χαθήκαμε; Δε μοιράζαμε προκηρύξεις; Δε γράψαμε και στη λεωφόρο, στα ντουβάρια κάτω;
-Ποιοι άλλοι ήταν, θυμάσαι;
Εγώ, ο Κουράντης ο Κυριάκος, εσύ, ο Λευτεράκης και κάποιοι άλλοι που δεν τους γνώριζα εγώ.
-Ο Παναγιώτης ο Μαύρος;
Αυτόν δε μπορώ να τον θυμηθώ. Είχαμε ρίξει ρε προκηρύξεις στην Καισαριανή. Πόλεμος...Αλβανία...Γράψαμε τα ντουβάρια.
-Τελειώνει ο Πόλεμος. Και τι γίνεται μετά με το ΕΑΜ;
Τέλειωσε ο πόλεμος, είχαμε μαζευτεί στην αγορά από κει. Στις παράγκες. Πιο κάτω από του Λευτέρη, μια παράγκα ήτανε –του Κουράντη ήτανε; Και λέγαμε τι θα γίνει ρε παιδιά, άντε ο καθένας τώρα να δούμε τι θα γίνει. Ε, κι εγώ είπα θα φύγω, θα πάω στην Θεσσαλονίκη. Αλλά φύγαμε μαζί με τον Λευτεράκη. Ήμασταν πιο κολλητοί γιατί ήταν πιο μικρός [σε] ηλικία. Εδώ όμως εγώ απάνω, με τους Εγγλέζους και τα ντου απάνω και τα λάφυρα, είχα πάρει δυο πιστόλια εγγλέζικα με τις σφαίρες, τα δένω σ’ ένα μπαούλο. Εν τω μεταξύ μ’ έδιωξε κι ο μπάρμπας μου απ’ το σπίτι: βρήκανε κάτι προκηρύξεις –είχαμε κάνει από χοντρό χαρτόνι, το κόλλαγες στον τοίχο, πλάκωνες δυο πινελιές και τελείωνε, δε καθόσουνα να ζωγραφίζεις! Με διώχνει ο μπάρμπας και πάμε με τον Λευτεράκη και παίρνουμε το τρένο από το Μπογιάτι (γιατί είχα και τα πιστόλια εγώ στα μπαγκάζια μου μέσα). Λοιπόν, εκείνος κατέβηκε στη Λάρισα που είχε κάτι συγγενείς, εγώ τράβηξα για Θεσσαλονίκη. Και ξέρεις πώς ταξιδέυαμε; Στο Μπογιάτι πιάσαμε βαγόνι απάνω. Μόλις φτάσαμε στο σταθμό, είχανε οι Γερμανοί τον έλεγχο, κατεβαίναμε όλοι, περνάγαμε με τα πόδια. Μέχρι τη Λάρισα πηγαίναμε έτσι, μετά ήταν πιο ζόρικα τα πράγματα –Πλαταμώνας και τα λοιπά. Εγώ ήμουνα μόνος μου πια, μ’ έναν αληταρά πιτσιρίκο που στον Πλαταμώνα τον έχασα κι αυτόν. Κάτω από τα βαγόνια, απάνω στις γραμμές. Είχε τα σίδερα και ξαπλώναμε πάνω. Φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη, πού να πάω, άγνωστα τα πάντα...Το δέμα απάνω, οι πιστόλες κι ένα σώβρακο. Ήτανε στην πλατεία του Βαρδαριού ένας γέρος και γύρναγε τα τραμ. Το ένα πήγαινε στο σταθμό, το άλλο προς τα κάτω. Πάω στο γέρο, «γεια σου μπάρμπα», «βρε καλώστο, από πού είσαι;», «από την Αθήνα». Μου ‘δωσε κι έφαγα, είχε μαγγάλι αναμένο. Που θα κοιμηθείς, μου λέει. Του λέω έξω. Θα ψοφήσεις –μου λέει– απ’ το κρύο. Θα σε κλείσω εδώ μέσα κι όποιος περνάει, δεν θα βγάζεις μιλιά. Την έβγαλα εκεί μια βδομάδα. Στη μια βδομάδα, έμαθα τις «τρύπες», έψαχνα να βρω τους μπαρμπάδες μου πού μένανε. Σε ένα χωριό έξω απ’ τας Σέρρας (sic), τη Νιγρίτα. Τελικά έφτασα στο χωριό, με κρατάει ο μπάρμπας μου μια βδομάδα αλλά πάνω στη βδομάδα με διώχνει. Είχα λέει κομμουνιστική ανατροφή και δεν του έκανα...Αφορμή να με διώξει. Του πατέρα μου αδερφός, ε; Με μάζεψαν κάτι χωριανοί, μου δωσε κι η γιαγιά μου στη σελάχα μια κομμάτα ψωμί, την έβγαλα. Μόλις καλοκέρεψε, αποφάσισα να φύγω. Θα κατέβω στην Αθήνα. Ο μεγάλος αδερφός μου, ο Μιχάλης, ήταν στη Λιβαδειά. Κι απ’ τον μπάρμπα μου μάθαινα. Εκεί που ετοιμάζομαι να φύγω, έρχεται ο μεσαίος αδερφός, ο Κώστας. Έμαθε ότι ήμουν στο χωριό, έρχεται και κείνος. Έπιασε δουλειά σ’ ένα τσομπάνη. Εγώ, μόλις καλοκέρεψε, φεύγω με τα πόδια! Από την Τριανταφυλλιά 85 χιλιόμετρα, μέχρι την Θεσσαλονίκη. Μόλις κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη, πάω σ’ έναν αδερφό του μπάρμπα μου. Αυτός είχε τώρα τρία κορίτσια. Πού να κάτσω εγώ με τα κορίτσια; Παίρνω δρόμο.
Πάλι στην Πλατεία Βαρδαρίου, στο γέρο! Του διαβόλου η σκούφια, βρίσκω κάτι παιδιά πατριωτάκια μου. Απ’ τη Ρωσία. Ήμαστε συμμαθηταί. Κάναν τη δουλειά του σαλταδόρου αυτοί. Κι είχανε μια μαούνα απ’ τη μεριά του Λευκού Πύργου πέρα, στην αμμουδιά. Παλάτι σκέτο! Ήταν καμιά δεκαπενταριά και μέναν σ’ αυτή τη μαούνα μέσα! Σπίτι τους ήταν! Βλέπω εγώ λοιπόν, φιλιά, αγκαλιές, με τα κασελάκια αυτοί δουλεύανε...Τι κάνετε παιδιά; Έτσι κι έτσι (ο αρχηγός τους ο Φούσκας –έτσι τον λέγαμε). «Σαλτέρνουμε». Σάλτο τι ήταν για μένα; Κάνω ρεσάλτο σε μια αποθήκη γερμανική. Το τι έβγαλα Θοδωρή μου δε λέγεται! Την άδειασα την αποθήκη. Τα πουλάνε –ζάχαρη, καφέ, μακαρόνια, όσπρια– σε λίρα, μου φέρνουνε 300 λίρες για πάρτη μου...Πήραν από 170 αυτοί και δώσανε εμένα 30 επιπλέον επειδή εγώ έκανα την χειρονομία και την σκέψη. Ξαναπάω στο γέρο. Ο γέρος μου έγινε πολύ συμπαθής, ήταν καλό ανθρωπάκι. Πήγαινα να τον κεράσω εγώ (ματσόλας ο Χρύσανθος, με 300 λίρες στην τσέπη...Κι έλεγα θα στείλω στη μάνα μου, στο χωριό, όνειρα...), έκλαιγε ο γέρος και χτυπιότανε. Η κόρη του –ένα κοριτσάκι πιο μικρό από μένανε– πήγαινε για τέρμα. Ήταν προφυματική. Κι ο γέρος δεν του φτάνανε τα λεφτά ούτε για τσιγάρα. Εγώ μπάρμπα θα την σώσω την κόρη σου. Και Γιώργο μου, θα το πιστέψεις; Αυτά τα λεπτά τα έδωσα σχεδόν όλα για να σώσει την κόρη του. Βέβαια μετά το ξανάκανα, ξαναέβγαλα κλπ.
-Πόσων χρονών ήσουνα τότε;
Στα 17 πήγαινα. Ήμουνα και γερός. Βρίσκω τον Δήμο. Ο Δήμος (μετά έγινε κουμπάρος του αδελφού μου του μεγάλου) ήτανε γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμπελοκήπων. Από δω τον ήξερα. Μόλις τονε βλέπω, μου λέει: «Ρε αλήτη, εδώ είσαι; Κι εγώ έφαγα τον κόσμο να σε βρω!», «Τι με θέλεις;», «Έχεις δουλειά πολλή», «Ωραία, λέω, θα οικονομήσουμε» (αυτό με ένοιαζε τότε). «Θα αναλάβεις». Πάω το βράδυ που μου ‘κλεισε ραντεβού, ήταν άλλοι 3-4. «Θα σου δώσουμε μια φοράδα, 12.51