Εργασία της Καισαριανιώτισσας
Κωνσταντίνας Μπαμπατζάνη Φοιτήτριας
του ΤΜ.Χ.Π.Π.Α. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Σμύρνη, η σημερινή Ιζμίρ (İzmir στα Τουρκικά), είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, με πληθυσμό 3.210.465 κατοίκους. Βρίσκεται στον ανατολικό μυχό του ομώνυμου Κόλπου της Σμύρνης, έναντι της νήσου Χίου, στα κεντρικά τουρκικά παράλια του Αιγαίου πελάγους.
Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες πόλεις και λιμένες της Μεσογείου, της αρχαίας Ιωνίας. Ιδρύθηκε περί το 3000 π.Χ. και επέζησε μέχρι σήμερα. Στη μακραίωνη ιστορία της έχει αλλάξει δύο θέσεις. Η πρώτη των προϊστορικών χρόνων που αναφέρει ο Στράβων ως "Παλαιά Σμύρνη" και η δεύτερη που έκτισε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επίγονοι αυτού κατά την ελληνιστική περίοδο. Κατοικήθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς από την αρχαιότητα μέχρι και το 1922 (Καταστροφή της Σμύρνης).
Η πόλη, κυρίως γνωστή ως το πλέον κοσμοπολίτικο κέντρο τηςΜικράς Ασίας, υπήρξε πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο καθ’ όλη, σχεδόν, την αρχαιότητα εξαιτίας της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης σε νευραλγικό σημείο μεταξύ της Ανατολίας και του Αιγαίου. Το ευνοϊκό λιμάνι της σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση στους χερσαίους δρόμους που συνέδεαν την παράλια ζώνη με το εσωτερικό, συντέλεσαν στην αξιοσημείωτη ανάπτυξη και ακμή της Σμύρνης πολύ πριν τα κλασικά ακόμη χρόνια.
Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Η αρχική συγκρότηση της πόλης γίνεται στις υπώρειες του όρους Πάγου. Μετά την <<παραδοσιακή>> φάσηπου διαρκεί έως και τον 17ο αιώνα, και κατά τη διάρκεια της οποίας η οργάνωση του αστικού χώρου ακολουθεί το μεσαιωνικό μοντέλο των οθωμανικών πόλεων (αμφιθεατρική διάταξη που κατεβαίνει προς τη θάλασσα, παλιό βυζαντινό κάστρο στην κορυφή και ίχνη τειχών που κατηφορίζουν προς την ακτή, προστατευμένος κόλπος και εισέχον μικρό λιμάνι που εξυπηρετούν τη φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων) , με την άφιξη των ευρωπαίων εμπόρων, και την εγκατάστασή τους σε χώρο έξω από τα παλιά τείχη, η πόλη αποκτά ένα νέο συστατικό στοιχείο. Πρόκειται για το Φραγκομαχαλά ή ευρωπαϊκή συνοικία, ένα εντελώς ιδιαίτερο πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σύνολο, που ερμηνεύει με τη μορφή του τους όρους με τους οποίους διενεργείται το εμπόριο με τη Δύση.
Ο Φραγκομαχαλάς εμφανίζεται ως ενιαίο, συμπαγές οικοδομικό συγκρότημα που διατάσσεται κατά μήκος της ακτής από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, σε μήκος 900 έως 1.000 μ. και με πλάτος 70 έως 120 μ. Διαιρείται σε διαμπερή και στενομέτωπα οικόπεδα, φάρδους 8 έως 25 μ., που επικοινωνούν με το βασικό δρόμο και την παραλία, τους βερχανάδες (παραφθορά του Frenkhane , δηλαδή φράγκικο σπίτι). Η εσωτερική διάταξη του οικοπέδου περιλαμβάνει ένα κτίριο με συχνά επιβλητική όψη στην Ευρωπαϊκή οδό ή Oδό των Φράγκων (RuedesFrancs, που ήταν ο σημαντικότερος δρόμος με πλάτος 5-8 μ.), και εσωτερικά, κτίσματα, αποθήκες, περάσματα, αυλές και μία ιδιωτική σκάλα προς τη θάλασσα για να γίνεται η μεταφορά των εμπορευμάτων. Ο συνολικός αριθμός των συγκροτημάτων αυτών δεν ξεπερνούσε τους 60.
Tις εμπορικές συναλλαγές εξυπηρετούσαν οι δύο δρόμοι που, ξεκινώντας από το Φραγκομαχαλά , διέσχιζαν την πόλη και κατέληγαν στη Γέφυρα των Καραβανιών επί του ποταμού Μέλητος (που οι Έλληνες ονόμαζαν ποτάμι του προφήτη Ηλία και οι Τούρκοι KernerCayi), όπου κατέφθαναν τα εμπορεύματα από την ενδοχώρα της Σμύρνης και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. (ΕΙΚΟΝΑ ΣΕΛ59 ΚΟΙΤΙΔΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ)
Αξιοσημείωτο είναι ότι θέματα όπως η φτώχεια, τα περιθωριακά στρώματα και η αστική λαϊκή κουλτούρα υποβαθμίζονταν σε σχέση με τη λαμπερή εικόνα της Σμύρνης ως γενικής εντύπωσης από την εποχή της ακμής. Πέρα από τις εθνικότητες, γλωσσικές ή θρησκευτικές διαφορές, η Σμύρνη αποτελούσε παράδεισο συνύπαρξης, εργασίας και προκοπής. Οι κάτοικοι της Σμύρνης είχαν αποκτήσει μια δική τους ταυτότητα που ξεπερνούσε τις άλλες διαιρέσεις και τις τοπικές τους προελεύσεις. Έτσι παρατηρείται πως πλούσιοι και οικονομικά ασθενέστεροι συμβίωναν χωρίς να υπάρχουν χωρικές διακρίσεις, δηλαδή αναβαθμισμένες και κατώτερες περιοχές.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Η αρχιτεκτονική δημιουργία που παρατηρείται , παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ως αμάγαλμα της ευρωπαϊκήςεκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής αλλά και μακραίωνης τοπικής αρχιτεκτονική παράδοση της Ανατολής. Η πόλη της Σμύρνης συγκέντρωνε όχι μόνο αξιόλογους αρχιτέκτονες και ζωγράφους αλλά και πλήθος άλλων εξειδικευμένων <<ισναφιών>> που έκαναν δυνατή την ανέγερση κτιρίων υψηλής τέχνης και αρχιτεκτονικής, όπως αποτυπώνονται στα ελάχιστα σωζόμενα,φωτογραφικά κυρίως, τεκμήρια.
Το στυλ που επικρατεί είναι ο κλασικισμός, κυρίως όμως ένας εκλεπτυσμένος εκλεκτικιστισμόςSeconde-Empire (Beaux-Arts), με αναφορές στο πλούσιο ανάγλυφο ρεπερτόριο του μπαρόκ όπως άρμοζε σε μία ραγδαίως αναπτυσσόμενη, κοσμοπολίτικη ελληνική κοινότητα.
Η ιδιαίτερα υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα της Σμύρνης και πιθανώς ο απόηχος των Βερχανέδων οδήγησε στη δημιουργία στενόμακρων ιδιοκτησιών, τις μακρυνάρες ( 10x20 μέτρα περίπου). Ο κήπος στο βάθος είναι περιτριγυρισμένος από ψηλή μάντρα ενώ αυλή ονομάζεται το μεγάλο χωλ της κατοικίας. Στρωμένα με μάρμαρα, θολωτές οροφές με γύψινα ανάγλυφα και βυζαντινές θυρίδες στου τοίχους για αγάλματα. Στον ίδιο επίσημο όροφο βρίσκονταν η σάλα και το σαλόνι (ή τραπεζαρία) για τις επισκέψεις. Πιο μέσα, σε πτέρυγα, οι βοηθητικοί χώροι της οικογένειας, η dispensa (σκευοθήκη) και το πλυσταριό. Σε μεσοπάτωμα πάνω από την πτέρυγα ήταν τα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού, το σιδερωτήριο καθώς και το μπάνιο και πάνω ο δώμας για το άπλωμα των ρούχων. Στο δεύτερο όροφο οι κρεβατοκάμαρες. Μπροστά από το μεγαλύτερο υπνοδωμάτιο υπήρχε το γνωστό σμυρναίικο μπαλκόνι (σαχνισί), ένα κομψοτέχνημα της ξυλογλυπτικής, μικρός, υγιεινός και πολύτιμος χώρος σύναξης της οικογενείας τις απογευματινές ώρες.
Στην προκυμαία υπήρχαν επίσης και παραλλαγές του βασικού τύπου που αντιστοιχούσαν σε μεγαλύτερες ιδιοκτησίες ή συνενώσεις οικοπέδων. Στις περιπτώσεις αυτές υπήρχε συμμετρία στην οργάνωση της όψης, χωρίς να μεταβάλλονται τα κύρια χαρακτηριστικά της, η διαμόρφωση της εισόδου σε εσοχή και ο κλειστός ή ανοιχτός εξώστης στον όροφο. Σπανίως υπάρχει σοφίτα με τριγωνική αετωματική απόληξη. Η μορφή των κατοικιών είναι αρκετά απλή και η διακοσμητική επεξεργασία της όψης περιορίζεται στα ανοίγματα, τον εξώστη (φουρούσια, στηθαία), στη διαίρεση των ορόφων και στη στέψη, όπου παρατηρούνται τριγωνικά και λιγότερο συχνά καμπύλα αετώματα.
Ο τύπος αυτός της σμυρναίικης κατοικίας γνώρισε τέτοια διάδοση ώστε να αναφέρεται σε γαλλικό περιοδικό της εποχής, ενώ πιστό αντίγραφό της βρίσκεται σήμερα στη Μυτιλήνη υποδηλώνοντας την τεράστια επιρροή που ασκούσε η Σμύρνη ως μητρόπολη στα περιφερειακά κέντρα.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Συνυπάρχουσες θρησκείες οδηγούν στη δημιουργία πολλών διαφορετικών ναών . Ωστόσο, στην πόλη της Σμύρνης δεσπόζουσα θέση κατείχαν κυρίως τα μουσουλμανικά τζαμιά και οι χριστιανικές εκκλησίες.
17 και πλέον Τζαμιά εντοπίζονται τον 17ο αιώνα στον <<Κάτω Μαχαλά>> ή αλλιώς στη Σμύρνη. Δεν υπάρχει καθορισμένος τύπος Τζαμιού, γι΄ αυτό και διαφέρουν μεταξύ τους κατά ρυθμό, μέγεθος κ.λπ. Κοινό πάντως σε όλα τα Τζαμιά είναι η κεντρική τετράγωνη αίθουσα όπου οι πιστοί παρατάσσονται σε σειρές με το μέτωπο προς της Μέκκα, γι αυτό και η είσοδος σ΄ αυτά είναι σε αντίθετη διεύθυνση. Μέσα στο Τζαμί δεν υπάρχουν αγιογραφίες ούτε αγάλματα (απαγορεύονται στο Ισλάμ) και αντ΄ αυτών φέρονται σε περικαλλή πλαίσια ρήσεις από το Κοράνι. Χαρακτηριστικό του κάθε τζαμιού αποτελεί ο μιναρές . Η πρόσκληση προς προσευχή γινόταν από τον μουεζίνη, που έβγαινε στον μιναρέ και φώναζε για να ακούν όλοι οι πιστοί.
Το Χισάρ Τζαμί είναι το παλιότερο τζαμί της πόλης και βρίσκεται στην περιοχή Kemerati, στην καρδιά της Σμύρνης. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1592 και 1598 από τον AydinogluYakup Μπέη και αποτελεί ένα οθωμανικό ορόσημο της πόλης, αν και χτίστηκε πριν την Οθωμανική κυριαρχία. Το όνομα του τζαμιού σημαίνει "φρούριο". Είναι χτισμένο από πέτρες και περιλαμβάνει έναν μεγάλο θόλο που στηρίζεται σε 8 πυλώνες και μικρότερους θόλους γύρω από αυτόν, επικαλυμμένους με μόλυβδο, ενώ η ανοιχτή αυλή περιβάλλεται από μία συλλογή 7 τρούλων. Υπάρχουν επίσης και δύο μικρά συντριβάνια που χρησιμοποιούνται για τελετουργικούς σκοπούς και διαθέτει έναν μιναρέ με ένα μόνο μπαλκόνι (serefe). Το εσωτερικό του έχει μία πανέμορφη διακόσμηση, διαθέτοντας μερικές από τις καλύτερες μορφές της οθωμανικής τέχνης. Κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα αναστηλώθηκε πολλές φορές, όπου προστέθηκαν κάποια επιπλέον στοιχεία, ευρωπαϊκής τέχνης.
Τα Χριστιανικά οικοδομήματα προσιδιάζουν με τις σημερινές εκκλησίες. Μεγαλοπρεπείς θόλοι και υψηλά καμπαναριά , ογκώδεις δομές και σταυροειδείς κατόψεις.
Από τους 16 ορθόδοξους ναούς σημαντικότερος ήταν ο μεγάλος μητροπολιτικός ναός της Αγίας Φωτεινής με το μεγαλοπρεπές και εξαίρετης τέχνης μαρμάρινο κωδωνοστάσιο που κτίσθηκε τον 17ο αιώνα, καταστράφηκε από σεισμό το 1688, ανοικοδομήθηκε το 1690, και επανοικοδομήθηκε μετά από πυρκαγιά που σημειώθηκε. Αποτελούσε τον κατ΄ εξοχή σμυρναίικο ναό όπου τελούνταν στη μικρή περίοδο της απελευθέρωσης όλες οι επίσημες λειτουργίες και εθνικές τελετές. Τόσο ο ναός όσο και το κωδωνοστάσιο ανατινάχθηκαν με δυναμίτιδα, μετά την καταστροφή.
Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής
Το 1620 ανάγεται και η ανέγερση του ναού του Αγίου Πολυκάρπου, έδρα της καθολικής αρχιεπισκοπής, στην περιοχή της Πούντας(Alsancak) .
ΤΑ ΑΠΑΝΩΤΑ ΚΑΚΑ
Η Σμύρνη βρίσκεται σε μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του πλανήτη. Στη διάρκεια της μακράς ιστορικής της πορείας, η πόλη και η ευρύτερη περιοχή έχουν αντιμετωπίσει αρκετούς καταστροφικούς σεισμούς. Κατά την οθωμανική περίοδο ο πιο καταστροφικός σεισμός ήταν αυτός της 10ης Ιουλίου 1688.
Ο σεισμός είχε διάρκεια 20-30 δευτερόλεπτα που όμως ήταν αρκετά για να προκληθεί παλιρροϊκό κύμα. Σημαντικές ήταν οι μεταβολές που προκλήθηκαν στο έδαφος.Άνοιξαν ρήγματα σε διάφορα σημεία της παραλίας και σημειώθηκε καθίζηση στην περιοχή ανάμεσα στην ακτή και τον Πάγο. Κάποιες πηγές στέρεψαν, ενώ εμφανίστηκαν νέες.
Στις 9 Ιουλίου 1741 προκλήθηκε πυρκαγιά πουξεκίνησε από την ευρωπαϊκή συνοικία στο παραλιακό τμήμα της πόλης. Επεκτάθηκε πολύ γρήγορα, λόγω του αέρα και της πυκνής δόμησης, κατά μήκος της οδού των Φράγκων και στην ανατολική πλευρά της πόλης, στον Απάνω Μαχαλά. Η ευρωπαϊκή συνοικία κάηκε στο σύνολό της και η αρμενική υπέστη εκτεταμένες καταστροφές. Απανθρακώθηκαν τα κτήρια των ευρωπαϊκών προξενείων και οι αποθήκες του λιμανιού. Στην περιοχή της αγοράς κάηκαν σχεδόν όλα τα κτίρια. Στα τέλη Ιουλίου υπήρχαν ακόμη εστίες φωτιάς.
Λίγο μετά την πυρκαγιά
Από τα απανωτά κακά κατέρρευσαν τα ¾ των κτιρίων στο παραλιακό τμήμα της Σμύρνης. Οι υλικές ζημιές για τους Ευρωπαίους εμπόρους ήταν τεράστιες και τα θύματα έφτασαν τις 5000. Οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και βρήκαν προσωρινό καταφύγιο σε πλοία και γειτονικά χωριά, ενώ αρκετοί Ευρωπαίοι μετέφεραν αλλού τις εμπορικές τους δραστηριότητες..
Καταστράφηκαν ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Φωτεινής, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο ορθόδοξο νεκροταφείο, η αρμενική εκκλησία, καθώς και οι εκκλησίες των Καπουτσίνων, των Ιησουιτών και των Πρεσβυτεριανών. Επίσης κατέρρευσαν τα 14 από τα 17 τζαμιά των μουσουλμάνων και δύο ή τρία χάνια.
Τις καταστροφές ακολούθησαν λεηλασίες, που, σε συνδυασμό με τη φυγή των κατοίκων και τους συνεχείς μετασεισμούς, δημιούργησαν χαώδη κατάσταση στην πόλη, η οποία ωστόσο ανέκαμψε γρήγορα.
ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ-ΚΑΣΤΡΟ
Ελάχιστα αρχαιολογικά κατάλοιπα σώζονται από τη Βυζαντινή περίοδο της Σμύρνης. Πρόκειται κυρίως για τμήματα των οχυρώσεων της πόλης πέρα από την ακρόπολη που δεσπόζει στο λόφο Πάγος, η οποία ξαναχτίστηκε στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1204-1261). Κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Μπασμένε έχει ανακαλυφθεί ένα τμήμα του τείχους που χτίστηκε για λογαριασμό του Αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Δεν είναι σαφές αν επρόκειτο για εκ βάθρων ανακατασκευή παλαιότερων οχυρώσεων ή για εκ νέου ανέγερση. Από την άλλη, επιγραφές του Ηρακλείου δείχνουν ότι τα τείχη αυτά επιβίωσαν έως την περίοδο 629-641 οπότε και ανακαινίστηκαν. Νέες οχυρώσεις χτίστηκαν το 856-857, τα τείχη όμως αυτά δεν έχουν σωθεί. Ένας χάρτης του 19ου αιώνα, στον οποίο σημειώνεται ένας περίβολος των τειχών στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης, από την ακρόπολη μέχρι το λιμάνι αποτελεί ίσως ένδειξη για τη θέση των τειχών.
Το κάστρο του Πάγου είναι καλύτερα διατηρημένο και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα, περίοδο άνθησης για τη Σμύρνη, κατά την οποία η πόλη έλαβε χαρακτηριστικά αστικού κέντρου. Ο Ιωάννης Γ’ Βατάτζης ξανάχτισε την αρχαία ακρόπολη στο λόφο, όπου χτίστηκαν ακόμη σπίτια και μοναστήρια. Από τον 14ο αιώνα αναφέρεται και το κάστρο του Αγίου Πέτρου (Οκ Καλεσί / OkKalesi) στο λιμάνι, έργο πιθανότατα των Γενουατών, που κατεδαφίστηκε στον ύστερο 19ο αιώνα (επομένως έστεκε κατά την περίοδο που εμείς εξετάζουμε). Τα τείχη της πόλης πάντως είχαν υποστεί εκτεταμένες καταστροφές έως και τον 15ο αιώνα, κα φαίνεται ότι ο Μωάμεθ ο Β’ ο Πορθητής (1451-1481) αναστήλωσε και συμπλήρωσε τις οχυρώσεις τόσο του Πάγου όσο και του λιμανιού μετά την άλωση και την καταστροφή της Σμύρνης, το 1472, από το Βενετό Πιέτρο Μοτσενίγο.
(ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΟΨΗ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΕΛ.44 ΚΟΙΤΙΔΕΣ)
ΜΝΗΜΕΙΑ
Παρακάτω γίνεται αναφορά των μνημείων που διατηρούνται μέχρι σήμερα, ενώ είχαν ήδη ανακαλυφθεί πριν τον 17ο αιώνα.
Τείχος
Οι ανασκαφές στην παλαιά Σμύρνη (σημερινό Μπαϊρακλί) αποκάλυψαν διαφορετικά στρώματα κατοίκησης που χρονολογούνται από την πρώιμη εποχή του χαλκού έως την κλασική περίοδο. Ανάμεσα στα οικοδομικά λείψανα ξεχωρίζει το τείχος του γεωμετρικού οικισμού, η πρώτη φάση του οποίου χρονολογείται στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. Ωμόπλινθοι οι οποίες στηρίζονταν πάνω σε ισχυρή λιθοδομή. Το πάχος του έφτανε τα 4,5 μ. ενώ στο πάνω τμήμα του πρέπει να ήταν κατασκευασμένος ένας ξύλινος διάδρομος, που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρώιμων οχυρώσεων. Στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. το τείχος επισκευάστηκε και συμπληρώθηκε. Το πάχος του διπλασιάστηκε και έφτασε τα 9,5 μ. ενώ ενισχύθηκε η λίθινη θεμελίωση της εσωτερικής πλευράς του.
Οικίες
Στην Παλαιά Σμύρνη βρέθηκαν πρώιμα παραδείγματα ελληνικών οικιών. Σημαντικότερη είναι μία ωοειδής οικία, πλινθόκτιστη πάνω σε λίθινα θεμέλια, που χρονολογείται γύρω στα 900 π.Χ. Τον 8ο αιώνα τα σπίτια ήταν μονόχωρα με ορθογώνια ή αψιδωτή κάτοψη. Ανεξάρτητα χωροθετημένα, σχημάτιζαν έναν διάσπαρτο οικισμό.
Ιερό της Αθηνάς
Το ιερό της Αθηνάς αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα μνημειακά ιερά της Μικράς Ασίας. Βρισκόταν στο βόρειο τμήμα της πόλης, δίπλα στο τείχος. Με βάση τις ανασκαφικές έρευνες αποκαλύφθηκαν τέσσερις οικοδομικές φάσεις του ναού. Ο πρώτος ναός χρονολογείται στο 690-630 π.Χ. και αποτελούσε ένα αψιδωτό οικοδόμημα κτισμένο σε ψηλό άνδηρο. Ο δεύτερος ναός του 630-610 π.Χ. ήταν περίπτερος με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδρομο. Περικυκλώνονταν από κίονες αιολικού ρυθμού. Στα τέλη του 600 π.Χ. ο ναός καταστρέφεται. Η ανοικοδόμησή του ξεκινά το 580 π.Χ. στην ίδια θέση, ενώ τώρα ο ρυθμός γίνεται ιωνικός. Το 545 π.Χ. οι Πέρσες καταστρέφουν το οικοδόμημα. Τον 4ο αιώνα π.Χ. γίνονται κάποιες επισκευές με σκοπό την αναβίωση της λατρείας της Αθηνάς και την ανακαίνηση του χώρου. Λείψανα της τελευταίας επέμβασης είναι μέχρι σήμερα διακριτά.
Ο «Τάφος του Ταντάλου»
Στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου, βρέθηκαν τα ερείπια του λεγόμενου <<τάφου του Ταντάλου>> που έως τον 19ο αιώνα σωζόταν σε καλή κατάσταση. Πρόκειται για στρογγυλό ταφικό μνημείο σε μορφή τύμβου με τιτάνιες διαστάσεις. Ο ταφικός θάλαμος βρισκόταν στο κέντρο του αρχιτεκτονήματος και αποτελούσε έναν παραλληλόγραμμο χώρο με θολωτή στέγαση. Ένα σύστημα ομόκεντρων δακτυλίων περιέβαλλε τον ταφικό θάλαμο, ενώ εγκάρσιοι τοίχοι αναπτύσσονταν μεταξύ αυτών των δακτυλίων . Κυλινδρικός τείχος υψωμένος πάνω σε βάση ενίσχυε εξωτερικά την όλη σύνθεση, ενώ την όλη κατασκευή επέστεφε κωνική στέγη. Το μνημείο χρονολογείται περίπου στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. , όταν η Παλαιά Σμύρνη γνώρισε μεγάλη ευημερία, και πρόκειται πιθανόν για τάφο κάποιου τοπικού κυβερνήτη, παρόλο τον μύθο που τον θέλει να σκεπάζει το σώμα του θνητού υιού του Δία και της Πλουτώς: Τάνταλο.
Αγορά
Ανάμεσα στα ερείπια των ελληνιστικών χρόνων ξεχωρίζει η δημόσια Αγορά. Πρόκειται για μεγάλο συγκρότημα που χρονολογείται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και αποτελείται από μία παραλληλόγραμμη πλατεία (πλάτους 130 μ.) η οποία οριζόταν από διώροφες στοές στις τρεις πλευρές της, ενώ από τη βόρεια μακριά πλευρά της έκλεινε επιμήκης διώροφη βασιλική στοά 160 x 27 μ. Η είσοδος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του κτιρίου, όπου διαμορφωνόταν ένας προθάλαμος. Αντίστοιχα στη δυτική πλευρά υπήρχε εξέδρα για δημόσιες εκδηλώσεις. Στη νότια όψη του οικοδομήματος υπήρχαν κιονοστοιχία σύνθετου ρυθμού. Κάτω από τη βασιλική διαμορφώνονταν θολωτές υποκατασκευές που λειτουργούσαν ως εμπορικοί ή αποθηκευτικοί χώροι.
Θέατρο
Τοποθετημένο στη βορειοδυτική πλαγιά του όρους Πάγος, κάτω από την ακρόπολη και με προσανατολισμό προς το Βορά. Η κάτοψή του ακολούθησε τα θέατρα ρωμαϊκού-μικρασιατικού τύπου. Είχε εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος, με κοίλον μεγαλύτερο του ημικυκλίου. Ήταν κτισμένο σε φυσική πλαγιά εκμεταλλευόμενο την κλίση της, ενώ για την κατασκευή των πλευρικών τμημάτων χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν βοηθητικές υποκατασκευές, ώστε να καλύψουν την κλίση του εδάφους. Δύο οριζόντιοι περιμετρικοί διάδρομοι διαιρούσαν το κοίλον σε τρία τμήματα. Η συνολική χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 16.000 με 20.000 θεατές. Ελάχιστα τμήματα σώθηκαν από την εντυπωσιακή πρόσοψη της σκηνής του θεάτρου της Σμύρνης. Το μέτωπο της σκηνής έφερε πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο με θυρώματα, κίονες και κόγχες που στολίζονταν με αγάλματα. Το θέατρο χρονολογείται στο 2ο αιώνα π.Χ. και πιθανώς ανοικοδομήθηκε μετά το σεισμό του 178 μ.Χ.
(ΚΑΤΟΨΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΕΛ.40 ΚΟΙΤΙΔΕΣ)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η λεγόμενη πόλη του πόνου ή μάνα του καημού, αλλά και κοιτίδα αιώνιου πολιτισμού και Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού: η Σμύρνη. Ένας τόπος στιγματισμένος από τα μελανά σημεία της ιστορίας του, μα και ξακουστός για τη μεγαλοπρέπεια που από πάντα τον διέπει. Ξεχνώντας λοιπόν για λίγο τη ανεξίτηλη καταστροφή της πόλης, μας δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσουμε το παρελθόν της. Περπατήσαμε στο Φραγκομαχαλά και απολαύσαμε τα απογεύματα στο σαχνισί του ψηλοτάβανου αρχοντικού. Ακούσαμε τις καμπάνες της Αγίας φωτεινής και τον μουεζίνη να κράζει το ωσανά. Ταρακουνηθήκαμε και νιώσαμε τις επιθετικές φλόγες. Είδαμε το φρούριο του Πάγου και το Οκ Καλεσί να ζωντανεύει και ύστερα ξεναγηθήκαμε στα μνημεία της αρχαιότητας. Εκεί…λίγο πριν το τέλος της «όμορφης Σμυρνιάς», αισθανθήκαμε το
Η ακμάζουσα «όμορφη Σμυρνιά», προκυμαία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΣΤΙΟΤΟΠΟΙ