Απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια κειμένων: Ντέπυ Κορεντίνη
Με ονόμασαν Αγαπητό Αρετή του Ευθυμίου και της Δεσποίνης. Μικρά Ασία δεν είμαι εγώ. Μάκρη Μικράς Ασίας.[..]
-Έχετε μνήμες από την Μάκρη, από την Μικρά Ασία;
Ναι έχω. Είναι παραλία, έχει ωραία θάλασσα και είναι έξι ώρες μακριά από την Ρόδο με καΐκι τότε. Διότι εμείς όταν φύγαμε δεν είχαμε φασαρία με τους Τούρκους, γιατί είχαμε φιλικές σχέσεις και μας άφησαν να πάρουμε ότι θέλουμε μέχρι σκάφη μπορούσαμε να πάρουμε. Με την προϋπόθεση ότι θα γυρνούσαμε πίσω δεν πήραμε τίποτα και τους τα αφήσαμε. Χρυσό δεν επιτρεπόταν να πάρουμε μαζί μας. Και μένα η μανούλα μου είχε βάλει σε κάτι πέδιλα που είχα δύο λίρες, σήκωσε την φόδρα και τα έβαλε από κάτω και έτσι τα πέρασα εγώ.[..]
-Και φύγατε ποτέ από το Λιβίσι;
Με την Καταστροφή το 1922.
Ειρηνικά φύγαμε εμείς. Μπορούσαμε να πάρουμε κουρελούδες, ότι θέλαμε. Αλλά με την προϋπόθεση ότι θα γυρίζαμε δεν πήραμε τίποτα.
-Και όταν φύγατε εσείς από την Μάκρη, περάσατε στην Ρόδο έτσι δεν είναι;
Ναι.
-Και κάτσατε καιρό;
Όχι δεν κάτσαμε στην Ρόδο μεγάλο διάστημα. Είχα μια θεία και είχαμε σχέσεις με κάτι κατοίκους και μας φιλοξένησαν αλλά μετά ήρθε το βαπόρι όπου μπήκαμε μέσα και βγήκαμε μαύροι μετά. Καρβουνιάρικο και μας μετέφερε.
-Και από εκεί φτάσατε στον Πειραιά;
Ναι, ναι
-Περάσατε από καραντίνα πρώτα;
Όχι απευθείας και πήγαμε στο Μοσχάτο και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο. Τέσσερις οικογένειες στρωματσάδα κοιμόμασταν στο Μοσχάτο. Πουλάγαμε κούτες τσιγάρα στην εξέδρα του Φαλήρου. Πούλαγα τσιγάρα στα ζευγαράκια, επειδή δεν τρώγανε πάστα. Κι εγώ είχα γλυκαθεί. Η εξέδρα του Φαλήρου, ήταν ένα φαινόμενο.[..]
[..]Δεν έχω χαρτιά. Ούτε φέρανε εκείνοι τα δικά τους χαρτιά. Έχουμε το βιβλιάριο το προσφυγικό που είναι όλη η οικογένεια εκτός από τον αδελφό το μεγάλο. Οι δύο κοπέλες εγώ και η μαμά γιατί μετά ήρθε ο Μιχάλης και μας βρήκε.
-Στην Καισαριανή πότε ήρθατε ακριβώς;
Μήνες. Ούτε έναν χρόνο.
-Και γιατί να πάτε στην Καισαριανή;
Γιατί θα μας δίνανε δωμάτιο να μείνουμε. Με ενοίκιο ήμασταν στο Μοσχάτο. Τέσσερις οικογένειες στο ίδιο δωμάτιο στο Μοσχάτο.
-Όταν ήρθατε τι υπήρχε, τι είδατε στην Καισαριανή;
Μια σειρά από πλινθόκτιστα μόνο. Αλλά χωρίς πατώματα, χωρίς παράθυρα, χωρίς σοβάτισμα. Φαινόταν και το άχυρο που βάζανε.
-Θυμάστε περισσότερο τα σπίτια, έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι. Παράγκες χαμηλά που ήτανε. Τις παράγκες θυμάμαι ζωντανά, και τις παράγκες τις λέγαμε αγορά, και είχε μια μεγάλη παράγκα που ήταν μπακάλικο.
-Ο Άγιος Νικόλας ήταν αποθήκες έτσι;
Ναι , ήταν αποθήκες. Ένα μακρόστενο με κεραμίδια από πάνω, όπως πάμε στα χωριά και βλέπουμε.[..]Δεν έζησα πολύ εδώ, γιατί με βάλανε στον Πειραιά, δούλευε ο αδελφός μου και πήγα εκεί πέρα. Εκεί κοιμόμουν. Καλύτερα στην Δραπετσώνα παρά στην Καισαριανή. Όταν άνοιξαν τα σχολεία το 1927 πήγα να μάθω γράμματα. Μια φωτογραφία που έχω με τον Σοφοκλέους ήταν το 1927.
-Βρήκατε κι άλλους συμπατριώτες σας;
Όχι οι Μακρινοί πήγαν στην Νέα Μάκρη, τους δώσανε οικόπεδα κλπ. Εμείς δεν είχαμε αναμιχθεί καθόλου και μείναμε εδώ στην Καισαριανή. Η πληθώρα πήγε εκεί πέρα. Τους δώσανε την Ανάβυσσο στην Φώκαια, γιατί είχα έναν φίλο και πήγαινα τακτικά, και στον Ωρωπό έδωσαν. Από το 1927 έως το 1935 που πήγα στρατιώτης δούλευα στο Πολύγωνο. Το 1927 άφησα το σχολείο, ήταν δύο χρόνια μόνο. Δεν ήμουν κάτοικος Καισαριανής. Το 1927 πήγα στο Πολύγωνο. Ήμουν στην Δραπετσώνα και μετά η πατρίδα μου ήταν το Πολύγωνο. Γύριζα Κυριακή βράδυ ή Δευτέρα πρωί.
-Στο Πολύγωνο τι κόσμο είχε;
Πρόσφυγες. Και το 1935 υπηρετώ στρατιώτης και το 1937 Γενάρη απολύομαι με έναν μήνα άδεια, και αμέσως βάζω μπρος και κάνω το μπακάλικο αυτό.
-Το 1935 τι περίοδος ήταν; Τι γεγονότα είχαν γίνει αυτή την περίοδο;
Στο στρατιωτικό είχα δύο πηλίκια, ένα με την κορώνα και ένα της αμύνης. Εγώ παρουσιάστηκα στο 35ο ,στην Κηφισίας, αλλά επειδή είχε πληθώρα κληρωτών, μας στείλανε στη Χαλκίδα, στο 7ο Χαλκίδος και εκεί ήμουν βοηθός γραμματέα και με παίρνει αυτό το παιδί, να ναι καλά, με απόσπαση και πάμε στο Τάγμα Ρηγίλλης με διοικητή τον Βραχνό Βασίλειο, εκεί ο υπασπιστής ήταν χρυσάφι άνθρωπος. Στη Ρηγίλλης ήταν, μόλις παίρνουμε την στροφή. Δίπλα στην λέσχη των αξιωματικών. Στο κάτω μέρος. Ένα άρμα είχε μέσα και καλείτο Τάγμα Αρμάτων.
-Ήταν κι άλλοι Καισαριανιώτες μαζί που ήσασταν στο στρατό;
Όχι εγώ πήρα απόσπαση από την Χαλκίδα στο Τάγμα, χάρη σε ένα φίλο μου, που αυτός ήταν εγγράμματος διότι όλοι αυτοί, είχαν μαζέψει όλους τους εξ αναβολής. Στη λεωφόρο Κηφισίας που δεν είχε χώρο μας στείλανε όλους αυτούς. Τους πήρε όλους, ο ένας βοηθητικός, είχε κάτι κρεατάκια στην μύτη, επιστήμονες όλοι και με ψευτιές, ενώ εγώ ήμουν πραγματικός βοηθητικός από πλατυποδία άσχετα αν στα Δεκεμβριανά έφτασα μέχρι τα Φάρσαλα με τα πόδια.
-Το 1936 που έγινε η δικτατορία Μεταξά, θυμάστε να συγκεντρώνεστε σε τίποτα στρατόπεδα;
Όχι τίποτα.
Όταν έγινα το 1937 επαγγελματίας είχαν αλλάξει τα πράγματα.[..]
[..]Όλοι δουλεύαμε, είχαμε κοινό ταμείο.
-Η Ε.Α.Π ήταν;
Ναι, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Πληρώναμε και παίρναμε αποδείξεις.
-Αυτό δεν σας το δώσανε σαν προσφυγική αποζημίωση;
Τι να σου πω. Εγώ ξέρω ότι πληρώναμε.
-Φαίνεται δεν δικαιούστε εσείς επειδή είστε από την Μάκρη;
Όχι .
-Δεν σας δώσανε ομολογίες;
Εμάς όχι. Αυτοί που τα καταφέρανε καλά ήταν οι Βουρλιώτες. Είχαν οργάνωση καλή. Οι περισσότεροι ήταν Βουρλιώτες στο εμπόριο.
-Κι αυτή η τριετία από το 1937 ως το 1940 πώς πέρασε εδώ; Τι γινόταν ας πούμε; Ο κόσμος ψώνιζε;
Είχαμε τις διανομές. Με το δελτίο που δίναμε τα τρόφιμα στην Κατοχή.
..Είχα παρουσιάσει ένα καλό μαγαζί. Το αριστερό ρολό, γιατί ήταν ρολά τότε, έκανα ντουλάπα και στα φύλλα της ντουλάπας έβαζα καθρέφτες. Και εδώ από κάτω είχα βάλει τασάκια γιατί τότε πωλούσαμε και πετρέλαιο χύμα. Στο δε υπόγειο του μαγαζιού, είχα βάλει σωλήνες και κάτι αντλίες που πάνε δεξιά κι αριστερά, αν έχεις υπόψη σου, τέτοιες λοιπόν. Γέμιζα τα δοχεία αυτά, χωρίς να βλέπεις τίποτα εσύ.
-Το self-service πως σας ήρθε; Σας το είπανε;
Πρωτοτυπία ήτανε. Στο Κέντρο, η Αθήνα είχε. Οι φωτεινές επιγραφές δεν είχε. Εγώ την έβαλα πρώτη.
-Και ο κόσμος αγόραζε με βερεσέ;
Όχι, όχι. Υπήρχαν κι άνθρωποι που δίνανε cash. Αλλά ήμουν κι άνθρωπος που δάνειζα.
-Θυμάστε πως ξεκίνησε η Κατοχή; Αν ήρθαν οι Γερμανοί εδώ; Τι ακριβώς έγινε;
Εγώ με τους Γερμανούς δεν είχα παράπονο, είχαμε τους δικούς μας τους τσολιάδες. Σηκώνω το ρολό, δεν είχα να τηλεφωνήσω μου κόψανε το τηλέφωνο. Εγώ είμαι επαγγελματίας, τι δουλειά έχω εγώ με τα αναρχικά στοιχεία; Περιδρομιάζανε ότι είχα στο μαγαζί λίγο ουζάκι λίγο παστουρμαδάκι. Σα φεύγανε, γιατί κάνανε ντου εδώ μέσα.
-Εσείς προλαβαίνατε κατεβάζατε τον ρολό, κλειδωνόσασταν μέσα.
Ε ναι για προστασία, ότι μπορούσα έκανα.
-Εσείς όταν έγινε ο πόλεμος είχατε αποθέματα στο μαγαζί;
Τίποτα, δεν είχαμε αποθέματα. Που να τα βρίσκαμε; Ξεπουλήσαμε. Μόνο κρατούσαμε κιβώτια γάλα Βλάχας για τα παιδιά και πάλι τα μοιραζόμασταν με φιλικές οικογένειες δεν τα κρατήσαμε για εμάς.
-Υπήρχαν μαυραγορίτες;
Πληθώρα.
-Και οι συνάδελφοί σας οι καταστηματάρχες ήταν μαυραγορίτες;
Όχι άσχετοι. Ήμασταν σαράντα δύο συνάδελφοι.
-Και με το δελτίο πως γινότανε στην Κατοχή;
Έρχονταν με τα κουπόνια, έκοβες τα κουπόνια. Ήταν μια οικογένεια οχτώ άτομα, οχτώ μερίδες λοιπόν, οχτώ οκάδες φασόλια κλπ ανάλογα. Δεν είχε τίποτα στην Κατοχή. Μέσα στο μαγαζί δεν έβρισκες εμπόρευμα.
-Δεν είχατε να πουλήσετε κάτι άλλο. Μόνο το δελτίο.
Το δελτίο. Ήταν έντονη η πείνα. Και μερικοί αστυνομικοί σουφρώνανε λαθραία δεκαπέντε δελτία ενώ ήταν τρεις.
-Τα γεγονότα με την Αντίσταση πότε ξεκίνησαν γύρω στο 1943 πρέπει να ξεκινήσανε;
Εγώ θυμάμαι τα λέγανε ντου αυτά οι τσολιάδες, σηκώνανε τα ρολά κλπ
-Ερχόντουσαν πολλοί τσολιάδες, ομάδες;
Και δέκα να είναι, δυο τρεις φορές να ρίξει από μια σφαίρα, είναι τριάντα οπότε ο κόσμος πανικοβάλλεται.
-Αυτών των τσολιάδων η συμπεριφορά ήταν άσχημη; Τι άνθρωποι ήταν αυτοί;
Αυτοί αγαπητέ μου δεν ήταν άνθρωποι, απάνθρωποι ήταν. Θυμάμαι σε ένα ντου, κρατούσα από το χέρι το μικρό το γιο μου, ήταν μωράκι τότε.
-Ε αυτοί στο ντου που τους είχαν μαζεμένους, τον κόσμο; Στη Μεσολογγίου; Που κοντά;
Διάσπαρτα, όχι σε ένα σημείο. Έτυχε εκείνη την στιγμή να είναι στην Μεσολογγίου. Θυμάμαι τους Γερμανούς αυτούς με κάτι πέταλα, Γκεστάπο λεγόταν, Λυκότμημα, άνθρωποι σοβαροί, σοβαρές στολές με συνοδεύσανε μέχρι το σπίτι μου στη Μεσολογγίου 19 που μένω τώρα.
-Πάντως γινόντουσαν μάχες; Υπήρχαν ΕΛΑΣίτες; Ξέρατε κάποιους ΕΛΑΣίτες; Ξέρατε κάποιους που ήταν ανακατεμένοι;
Ναι, ασφαλώς υπήρχαν ΕΛΑΣίτες. Στην δημαρχία υπάρχουν πίνακες με τα παιδιά αυτά.
Στα Δεκεμβριανά για να μην με στείλουν στην Ελ Τάμπα πήγα στα Φάρσαλα με τα πόδια κι από εκεί με στείλανε στην Λάρισα και από τη Λάρισα πάω...
-Εσείς γιατί φοβόσασταν;
Ε για να μην με στείλουν στην Ελ Τάμπα. Μα και να έλεγες εσύ, λέγανε κι αυτός κομμουνιστής, και στην Ικαρία που με στείλανε έλα να υπογράψεις ότι δεν είσαι κομμουνιστής, ε αφού δεν είμαι για να υπογράψω σημαίνει ότι ήμουν, και μου λέει ο διοικητής, δεν θυμάμαι το όνομα του, είναι στην φωτογραφία, ο Θάνος μου λέει Αγαπητέ δεν μπορώ και με τον Κοτζάμπαση πηγαίναμε τα βραδάκια κι ανάβαμε κεράκια. Δεν είπα τίποτα Θάνο. Και με στείλανε στην Ικαρία.
[..]-Και μετά που φτάσατε μέχρι την Καλαμπάκα και πάνω, και μετά ξαναγυρίσατε πίσω με την κεντρική επιτροπή, που όταν ερχόντουσαν τα αυτοκίνητα με τον Ζεύγο και με αυτούς έτσι;
Το άρμα μάχης μπροστά και πίσω, και στην μέση εμείς και όταν ήρθαμε εδώ στο Δαφνί αφήσαμε τον οπλισμό όσοι είχαμε οπλισμό, και γυρίσαμε στην βάση μας.
-Μόλις ήρθατε εδώ τι έγινε; Το μαγαζί είχε πάθει φθορές;
Όταν έχεις φύγει από το σπίτι σου, τι περιμένεις;
-Από εκεί και περά ησυχάσατε εσείς δηλαδή άρχισε πάλι η δουλειά, προμηθευτήκατε προϊόντα έτσι δεν είναι; Ξεκίνησε πάλι το μαγαζί, σιγά σιγά. Μετά τα επόμενα χρόνια πως αλλάζει η δουλειά;
…κάνω ένα σούπερ μάρκετ σύγχρονο Σκλαβενίτη ή Βασιλόπουλο.
-Ήταν το πρώτο σούπερ μάρκετ που άνοιξε στην Καισαριανή;
Ναι, Αγαπητός Αρετής σακούλες που δίνει τώρα το Ατλάντικ γράφανε Αγαπητός. -Να πάμε λίγο πιο πριν, όταν επιστρέψατε πίσω σας πήγανε στην Ικαρία;
Ναι, το 1947. Το 1947 αποκαλείται ανθρωπομάζεμα του Ζέρβα. Πάμε στην Ικαρία και σε 4 μήνες σε έξι μήνες δεν θυμάμαι ακριβώς έρχεται μια ψευτοεπιτροπή μας έβαλε εκεί όλους.
-Και επιστρέφετε πάλι από την Ικαρία και αρχίζει πάλι. Οι δουλειές πότε άρχισαν να ανεβαίνουν; Ο κόσμος ήταν στριμωγμένος το 1947-1948;
Το κάθε ξεκίνημα θέλει υπομονή. Λοιπόν μου άρεσε να έχω προϊόντα που δεν είχαν οι συνάδελφοι. Είχα γατοτροφές που δεν είχαν οι άλλοι, είχα μια βιτρίνα και είχε ηλεκτρισμό και ζεσταίνονταν οι ξηροί καρποί, την είχα γεμίσει άσχετα με το ζέσταμα τους ξηρούς καρπούς, διαβητικά από καραμέλα.
Και ο κόσμος πότε άρχιζε να αλλάζει στην Καισαριανή σιγά σιγά, να βλέπετε να αλλάζουν τα πράγματα, να αλλάζουν οι άνθρωποι;
Η Καισαριανή ήτανε, είχε από όλους, είχε απ όλα τα στρώματα. Και αριστοκράτες και φτωχούς, και ξύπνιους και βλάκες. Λοιπόν όταν παρουσιάζεις ένα μαγαζί σύγχρονο εσύ ο άλλος σε εκτιμάει. Εγώ κρίση δεν έβλεπα διότι περισσότερο εγώ είχα να κάνω με ανθρώπους όχι πολύ φτωχούς, όχι πολύ πεινασμένους σπάνια ερχόταν να σου πει ένας άνδρας ή μια γυναίκα Κύριε Αγαπητέ ξέρεις.., ήταν λίγοι αυτοί. Ο παπά Δημήτρης-ήταν προγενέστερα- ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στον άμβωνα κι λέει μην πηγαίνετε να ψωνίσετε στον Αγαπητό διότι έγινε μάρτυς του Ιεχωβά. Αλλά έλα που η δουλειά αντί να στερέψει μεγάλωσε. Διότι εγώ είχα σφραγίδα του ΟΤΕ.[..]