Απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια κειμένων: Ντέπυ Κορεντίνη
Μέρος Α΄[26:00]
[..]Εγώ το θυμάμαι έτσι: Βρέθηκα στη Καισαριανή. Στους συγγενείς μου…Το είχαμε επιτάξει το σπίτι, είναι το τελευταίο και πιάνει το βουνό. Σε αυτό το βουναλάκι παίρνουμε ένα παλιό γραμμόφωνο, δήθεν κάτσαμε απάνω στο βουνό, και παρακολουθήσαμε εμείς τις εκτελέσεις.
-Και τι είδατε;
Είδαμε δέκα, δέκα τους βάζανε στην σειρά, τους εκτελούσανε, η πρώτη ριπή, η επόμενη δεκάδα να πιάνει τους άλλους δέκα να τους πετάει πάνω στο καμιόνι, η τρίτη, η τέταρτη, η επόμενη. Οι τελευταίοι τραγουδούσανε, άλλοι είχαν κουράγιο άλλοι δεν είχανε, άσε να σου περιγράψω τις μορφές των ανθρώπων αυτών, τώρα ξέρεις, μέσα από τις φυλακές, χλωμοί κίτρινοι αγνώριστοι άλλοι ντυμένοι, άλλοι με φόρμες της φυλακής, τα καρό αυτά, τα ριγέ.. Οι πιο πολλοί φωνάζανε ζήτω το ΚΚΕ. -Και μετά τι κάνατε όταν φύγατε από εκεί μετά το τέλος των εκτελέσεων που πήρανε τους εκτελεσμένους;
Τους πήρανε τους εκτελεσμένους, κατεβήκαμε πάλι μέσα στην πόλη, μιλήσαμε το βραδινό μας χωνί, λυπημένοι όλοι βγάλαμε ότι οι κατακτητές χτύπησαν, σκοτώσανε τόσους.. Πέντε η ώρα ξημέρωμα ήτανε μόλις χάραζε κι έφεγγε αρχίζανε τις εκτελέσεις, τα αετόπουλα μαζεύανε σημειώματα από τους δρόμους.. Και οργανώνομαι. Στην ΕΠΟΝ. Αλλά η ΕΠΟΝ επιστράτευσε μετά για τον ΕΛ.ΑΣ. Η ΕΠΟΝ έκανε όλες τις δουλειές και τις ΕΛΑΣίτικες δουλειές μου φαίνεται ότι έκανε και Αλληλεγγύης και όλα, όλα. Γινόντουσαν μπλόκα κάθε μέρα. Δεν περνούσε μέρα που να μην δοθεί μάχη. Κάθε πρωί ιδιαίτερα το 1944 ερχόντουσαν, ντου τα λέγαμε αλλά αυτοί αν θα τους απασχολούσες πώς να στο πω με δυο τρεις μπιστολιές από εδώ και από εκεί και να μπαίνανε στα σπίτια που να περνούσανε και να βρίσκανε δυο κότες ή να βρίσκανε μια προίκα γιατί ο ρουχισμός είχε μεγάλη πέραση, να τα πάρουνε, δεν τους ένοιαζε αυτοί αν θα βρίσκανε εμάς ή όχι, το πλιάτσικο πιο πολύ. Εγώ έτσι πιστεύω.
-Και πως τους παίρνατε είδηση;
Μας ειδοποιούσανε. Καταρχήν κι εμείς κι ο κόσμος ο ένας πίσω από τον άλλο ‘Σύρμα’ ερχότανε ότι φτάσανε. Από το Παγκράτι πιάνανε πέρα Άγιο Νικόλα, Ζωγράφου, Κουπόνια. Τα Κουπόνια, από εκεί να μας ειδοποιήσουνε, έρχονται. Και Βύρωνα και όλοι μαζί συνδυασμένα εμείς αμέσως παίρναμε θέσεις.[..]
Μέρος Β΄
[..]Κατά εμένα, ο πατέρας μου ήτανε πρόσφυγας, Μικρασιάτης απ’ τη Σμύρνη.
-Από ποιο μέρος; Ξέρεις από ποια γειτονιά;
Μέσα από τη Σμύρνη. Σμυρνιός. Είχε σπίτι στο Κορδελιό. Η μάνα μου ήτανε Χιώτισσα που βρέθηκε στη Σμύρνη, ο παππούς ήτανε καπετάνιος.
[..]Εγώ γεννήθηκα το 1926, στις 5 του Μάη. Στη Χίο. Αλλά το ’33 ήρθαμε μόνιμα στην Αθήνα, στην Καισαριανή, είχα συγγενείς στην Καισαριανή στην απάνω και στην κάτω. Στην Καισαριανή από το ’33 βρέθηκε ο πατέρας μου γιατί είχε την αδερφή του εκεί από το 1922, έψαχνε αφού βρήκε την γυναίκα του να βρει και τα αδέλφια του. Και ήρθαμε εμείς στην Αθήνα, αφού βρήκε την αδελφή του, έπαθε κι αυτή την οικονομική κρίση. Και πήρε (ο πατέρας μου) μια σούστα καρβουνιάρικη και πούλαγε κάρβουνα μέσα στην Καισαριανή. Και σιγά-σιγά νοίκιασε ένα σπίτι στην Καλλιθέα. Κι από κει ξεκίνησε πάλι να πουλάει με την οκά κάρβουνα και με το κάρο. Καταφέρνουμε και παίρνουμε ένα οικοπεδάκι στη Νέα Σμύρνη και όλοι μαζί, είδαμε ότι ο πατέρας μου με τη σούστα δεν έβγαινε (εδώ ήτανε στόματα, τέσσερις εμείς, έξι γυναίκες στην πλάτη), πήγε και οικοδόμος, δούλεψε μεγάλος στην Πειραϊκή-Πατραϊκή στη Καλλιθέα στη λεωφόρο Συγγρού απάνω. Στη Νέα Σμύρνη γίνεται εργολάβος και παίρνει και χτίζει στα Ταταύλα, το συνοικισμό εκεί κοντά. Απάνω σε τρεις δρόμους ένα οικοπεδάκι που κατάφερε και πήρε, και χτίσαμε, μόνοι μας, εγώ δούλεψα και οι αδελφές μου του κουβαλήσαμε την πέτρα. Το ’36-37 εχτίζαμε το σπίτι. Νύχτα, παράνομα το χτίζαμε αυτό το σπίτι. Τις Κυριακές, τα βράδια. Κι εργάτες, και μαδέρια, να του κουβαλήσουνε. Ανοίξαμε πηγάδι μόνοι μας με τον πατέρα μου. Και εκεί ήταν χωράφια μόνο σανό και σκουπιδότοποι παραπέρα. Η αδερφή του ήτανε στην Καισαριανή, είχαμε σχέσεις επαφές. Πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα, πέθανε η μαμά μας, μας έπαιρνε, μας έφερνε. Κι έτσι εγώ ερχόμουνα στη θεια μου στην Καισαριανή. Αλλά από την Νέα Σμύρνη, εκείνη την εποχή 1936-1937 το εργατικό κίνημα φούντωνε. Το ’40 πήγε φαντάρος ο πατέρας μου. Και μας άφησε τέσσερα μωρά. Εμένα ο πόλεμος με βρήκε στη Χίο. Τα καλοκαίρια μας έστελνε στους συγγενείς της μάνας μας και το 1940 ο πόλεμος με βρίσκει στη Χίο, ήταν Οκτώβρης. Ο θείος μου έκανε 5.000 οκάδες λάδι. Όλη μέρα με έπαιρνε μαζί του. Ο ένας με το ένα μουλάρι, πίσω εγώ, πιο καλά πήγαινα εγώ. Και ο πόλεμος με βρίσκει στη Χίο, επιστρατεύουνε μουλάρια ζώα κλπ, όλο το χωριό σαν ένας άνθρωπος, δώσανε τη βοήθειά τους, τα ζώα τους, γιατί η Χίος ούτε πρώτη γραμμή ήτανε ούτε τίποτα. Εμείς ο θείος μου και δύο μουλάρια και δυο γαϊδουριά τα δώσαμε αμέσως.
-Ο πατέρας πήγε στην Αλβανία;
Ο πατέρας πήγε στην Αλβανία, ο πατέρας μου τώρα στρατιώτης, εγώ εκεί μας γράφει ότι φεύγει για το μέτωπο, επιστρατεύτηκε. Ως που να πάνε τα χαρτιά και τέτοια και γυρίζω το 1941 στην Αθήνα, ήμουν με την αδερφή μου εκεί.[..]Και μετά έκανε ο πατέρας μου έκανε χαρτιά και τον φέρανε όχι στην πρώτη γραμμή. Και του λέω μπαμπά θα έρθω μαζί σου. Στο πόλεμο παιδί μου; Στον πόλεμο μαζί σου. Κι απ’ το 41 πια με ξαναστέλνει όμως στη Χίο. ‘Θα φύγουμε όλοι μαζί στη Χίο να σας αφήσω στις θείες σας κι εγώ θα τραβήξω για τη Μέση Ανατολή’. Εμένα με πιάσανε οι Γερμανοί με δείρανε, τράβηξα στη Χίο πολλά. Και περνούσανε απέναντι να πάνε στην Τουρκία, φύγανε πολλοί. Μια φορά είχε πέσει (ας το πω ρουφιανιά) ότι ο θείος μου έχει κρυμμένο λάδι. Και ήρθανε στο εξοχικό του για να κάνουν έφοδο και να βρούνε. Και το ’42 πουλάει το σπίτι της Νέας Σμύρνης –ξέρεις για πόσο; Για ένα σακί καλαμπόκι. Γυρίζω, δεν είχαμε λεφτά. Γυρίζουμε πίσω στη Νέα Σμύρνη και μένουμε σ’ ένα υπόγειο (το σπίτι πουλημένο) που μας έδωσαν κάτι γειτόνοι. Τώρα, ο πατέρας μου είχε την ξυλεία του και την μοίραζε και κάναμε τη λαχανίδα. Ο αγώνας της επιβίωσης πια εμπήκε επιτακτικά. Καίγαμε και τις καρέκλες για να φάμε. Ό,τι είχε, το έδινε με αντάλλαγμα για μια χούφτα σταφίδες να μας ζήσει. Και φτιάχνει ο πατέρας μου ένα καρότσι και πάει και μαζεύει ξύλα στην Αγιά-Βαρβάρα του Φαλήρου, τη Γλυφάδα, και μας έπαιρνε μαζί του. Αλλά δεν ήτανε τα ξύλα μόνο, [κάναμε κι αντίσταση]. Οι μεγάλοι είχανε υπολογίσει και τα βήματα των Γερμανών. Κι έπρεπε εμείς να αδειάσουμε τα βαρέλια και να φύγουμε. Και ολόκληρο το βαρέλι τους το παίρναμε! Το σέρναμε και το βάζαμε πάνω στο καρότσι (ή τη σούστα μετά), με μια κουβέρτα από πάνω που στρώναμε.[..]
Μέρος Γ΄
..Αδειάσαμε πολλά βαρέλια, πολύ σαμποτάζ. Στοίβες, στοίβες τα βαρέλια. Εμείς πλησιάζαμε και τα ανοίγαμε, ή αν είχε το χώρο το τσουλούσαμε, αφού είδαμε πολλές φορές ότι είχαμε χώρο, το παίρναμε και το κατεβάζαμε ολόκληρο το βαρέλι μέσα στο ρέμα, και ύστερα το σηκώναμε δεν παίρνανε χαμπάρι αυτοί γύρω, γύρω γυρνούσαν δεν ερχόντουσαν στο ρέμα, μέσα στο χαράκωμα. Μετά όμως το πήρανε χαμπάρι και βάλανε και σκοπιές πάντως η ζημιά τους εγινότανε με τους δικούς μας ανθρώπους.
-Πού πήγαινες; Στην ΕΠΟΝ;
Δεν ήταν ακόμα ΕΠΟΝ. Ήταν μια «Λεύτερη Νέα», παρακλάδι της ΟΚΝΕ, μετά το έμαθα κι αυτό. Και πήραμε κάνα-δυο φορές τους κουβάδες να γράψουμε «Λευτεριά», «Θάνατος στο φασισμό». Έπρεπε να κατέβουμε σε συλλαλητήρια, να φύγω κι απ’ το σπίτι, και διαμαρτυρία και συσσίτια να κατέβουμε, έβρισκα έδαφος από την Καισαριανή. Θα πάω να μείνω στη θεία μου, από εκεί του λέω είναι κι οι οργανώσεις ελεύθερα και όλα αρχίσανε και φουντώνανε. Κι έρχομαι στη θεια μου στην Καισαριανή.
-Τι εποχή ήτανε αυτή;
Ήτανε το ’43 πια έμεινα. Σε αυτόν τον καιρό ότι γινότανε πήγαινα κι ερχόμουνα με τα πόδια Νέα Σμύρνη, Καισαριανή, Νέα Ιωνία κλπ. Να σκεφτείς είχαμε διπλά δελτία, και να έρχομαι στο Παγκράτι με τα πόδια να παίρνω τα διπλά δελτία. Τότε δεν ήμασταν χώρια, και ο Βύρωνας, το Παγκράτι, η Καισαριανή γυρίζαμε μαζί, όλοι μαζί σαν ένας και μαζί αντιμετωπίζαμε από κοινού, και δεν ξέραμε αν είσαι Βυρωνιώτης, Καισαριανιώτης. Το πρώτο σπίτι που έμπαινα και έβγαινα ήταν του Φουρναράκη η απάνω Καισαριανή μέσα εκεί το υπόγειο, εκεί να έχομε τον παράνομο μηχανισμό και πως τον βγάζανε, και πως έβγαινε το δελτίο και τι δεν γινότανε σε εκείνο το υπόγειο μέσα γιατί από εκεί ξεκινούσανε όλοι. Και εγώ νομίζω η Καισαριανή, η φύση και θέση, ο τόπος ήτανε που βοηθούσε. Γιατί όταν ήτανε η πρώτη γραμμή Ζωγράφου-Κουπόνια και χτυπούσανε από εκεί και υποχωρούσαμε μας έδινε εκείνος ο δρόμος το δικαίωμα να μπορέσουμε. Και είχαμε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος και δεν προχωρούσανε παραπάνω.
-Στις 16 του Ιουνίου έγινε το μπλόκο που σκοτώθηκαν τα παιδιά, ο Απόλλωνας και οι άλλοι. Ήσασταν σε αυτή την μάχη;
Ναι, ήμουνα σ’ αυτή τη μάχη. Είχαμε πληροφορίες, ξέραμε ότι θα μας χτυπήσουνε είτε πολλοί είτε λίγοι, τον περιμέναμε το μπλόκο αυτό. Έγινε υποχωρήσαμε, απώλειες είχανε και αρκετές, και υποχωρούμε εμείς. Η μάχη ξεκίνησε από κάτω Κουπόνια-Ζωγράφου, όλο το ρέμα και ήρθαμε απάνω, απάνω υποχωρούσαμε και ενώ κρατήσαμε εμείς είμαστε εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή. Ήτανε κι ο Βυζανιάρης, ήμουνα εγώ, ήταν ένας Νίκος, ήταν κι ο Λευτέρης κι αυτοί, πολύ πικραίνομαι Ο Απόλλων με μια άλλη παρέα πήγανε προς τα πάνω. Σκοτωθήκανε.
-Ποια παιδιά ήτανε;
Ήτανε ο Βενιέρης, ο Απόλλωνας, ο Αβραμίτογλου, ο Κρυσταλλάκος, ο Πολεμαχάκης, βέβαια είχαμε του Πολεμαχάκη την αδερφή την μάνα σπίτι, ο Τσάφος και Νταλιάνης. Αυτοί οι εφτά.
-Ο Λόχος των γυναικών πότε έγινε αυτός, θυμάσαι;
Ναι, έγινε πια από τον Ιούλιο του 1944, αρχίσαμε να ξεχωρίζουμε και τις γυναικείες δυνάμεις. Και αρχίσαμε και κάναμε το λόχο. Είχαμε ογδόντα κοπέλες. Αλλά δεν ήτανε μόνο Καισαριανιώτισσες. Για να κάνουμε υποδειγματικό, επήραμε κι από Βύρωνα, επήραμε κι από Δουργούτι κλπ, θέλαμε να κάνουμε σαν ένα Πρότυπο Λόχο, όπως μετά μας είχε έρθει και ενίσχυση. Στην αρχή ήμασταν πολύ λίγες. Το να πάρει όπλο μια γυναίκα, ήτανε πολύ δύσκολο. Βοήθεια δίνανε και η κάθε γυναίκα να μας βοηθήσει να μαγειρέψουμε, να πλυθούμε, να αλλάξουμε, να φάμε, να δώσουμε τροφές, να κατέβουμε σε διαμαρτυρίες, σε συλλαλητήρια, τρέχανε αλλά για το όπλο ήτανε λιγάκι ζόρικο, δεν ξέρω η νοοτροπία ας πούμε.
- Σε παρακαλώ κάτι άλλο, παντού συνεχιζόταν, γινόταν συνεχώς, μέχρι που ήρθε μια περίοδος που δεν μπαίνανε στην Καισαριανή.
Α ναι βέβαια. Η Καισαριανή ήταν το κάστρο το άπαρτο. Καλά λένε ότι κάναμε την παράγκα κάστρο και τον κασμά τουφέκι. Αυτό είναι γεγονός, δεν είναι φιλολογία. Σαν ένας άνθρωπος όλοι μαζί, είχε καθαρίσει η Καισαριανή από το 1944, εμένα μου φαίνεται μετά τον Μάη και τους τριακόσιους που εκτελέστηκαν, το μεγάλο κακό που έγινε, και ίσως και για αυτό ένας λόγος ήτανε που ερχόντουσαν και γινόντουσαν εκεί οι εκτελέσεις, για να τρομοκρατούν την Καισαριανή και τις ανατολικές γειτονιές. Ότι εδώ είμαστε. Αλλά δεν τολμούσανε να πατήσουνε πάνω από το σημερινό δημαρχείο δηλαδή από την Υμηττού. Πρώτα ήτανε από την Παναγίτσα, μετά κατεβήκανε από κάτω, από την Υμηττού και πάνω, από τον Άγιο Νικόλα δεν πατούσες. Λοιπόν ήμασταν ελεύθεροι κατ’ εμένα όλο το 1944. Μετά το Μάη του 1944 ήταν η γειτονιά δική μας. Ο κόσμος δικός μας. Κι ας δίναμε τις μάχες. Θυμάμαι έβγαινε το χωνί το ΕΛΑΣίτικο, η διαφώτιση το βράδυ, έβγαινε το ΕΠΟΝίτικο ελεύθερα, το ΕΑΜίτικο, του ΚΚ όλα βγαίνανε εντάξει, ήμασταν ελεύθεροι.[..]
Μέρος Δ΄
Η μεγάλη μάχη της Καισαριανής 16 Ιούνη 1944 [57:10]
..Για τον Υμηττό μας είπανε τότε ότι προσέξτε, διότι θα έρθουνε κι από τον Υμηττό. Θα μας ζώσουνε από παντού. Οι μάχες ξεκινούσαν Ζωγράφου- Κουπόνια όλες οι άλλες, αυτοί ειδικά είχαμε την πληροφορία ότι θα μας κυκλώσουνε. Δεν πρέπει να φύγουμε προς το βουνό, γιατί κάναμε έξοδο προς το βουνό, δεν θα φύγουμε προς το βουνό, παρά θα φύγουμε μέσα στις γειτονιές. Και όταν λέω γειτονιές από τα τελευταία σπίτια της Καισαριανής και θα τραβήξομε Καισαριανή, Βύρωνα, Νέα Ελβετία, Ηλιούπολη προς τα κάτω, να χαθούμε στις ανατολικές γειτονιές και όχι στο βουνό στον Υμηττό σε καμία περίπτωση
-Δηλαδή ο ΕΛΑΣ της Καισαριανής ήταν έτοιμος και περίμενε την μάχη;
Ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος περίμενε την μάχη, προετοιμασμένοι, οι τραυματίες μας ταχτοποιημένοι οι άνθρωποι που έπρεπε να φύγουνε μέσα από την γειτονιά, να φύγουνε, τα στελέχη του κόμματος τα μεγάλα, ο παράνομος μηχανισμός όλος ταχτοποιημένος που τον είχανε, εγώ είχα ακούσει για Σιδέρη. Έμεινε μόνο η στρατιωτική ηγεσία της Καισαριανής. Ένα μέρος της πολιτοφυλακής με τον Τάσο τον Αρμένη, τον Γιώργη τον Σιδέρη ακόμη ήταν κι ο Λάμπης, αυτοί μείνανε, η πολιτοφυλακή, στο φούρνο του Πλάκαλη, εκ των υστέρων αυτό το έμαθα ότι ήταν κρυμμένοι έτοιμοι. Ο Αράπης ο Γιάννης, ο Ορέστης, ο Σιδέρης ο Γιώργος, ο Λεωνίδας. Αυτοί μας χτύπησαν από του Ζωγράφου-Κουπόνια το ανοικτό αλλά είχαν ζώσει Παγκράτι, Βύρωνα όλο αυτό το γάμα, και ήρθανε ευθεία πάνω και από τον Υμηττό. Από τον Υμηττό, επειδή ακριβώς λέγαμε ότι οι δυνάμεις μας ήταν λιγότερες ίσως χτυπήσουνε από εκεί και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε, τα είχαν όλα τα πόστα πιασμένα, ο αγώνας ήταν άνισος. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που είχαν φέρει τόση μεγάλη δύναμη. Δεν ήταν μόνο Μπουραντάδες και Τσολιάδες, ήταν και Γερμανοί. Τα αυτοκίνητα είχαν σταθεί από κάτω, πως να σου που τους δρόμους, από το Παγκράτι πιάσε, έλα Άγιο Νικόλα πέρα ευθεία από εκεί, από Ιλίσια κάτω, Βύρωνα προς Ανάληψη. Ήταν τα αυτοκίνητα των Μπουραντάδων και από πίσω οι Τσολιάδες αλλά οι Γερμανοί δεν ήταν τόσο κορόιδα όπως φαίνεται, σκοτωθείτε πρώτα εσείς και από πίσω είμαστε εμείς. Τους βάζανε πάντα μπροστά τους Τσολιάδες. Η μάχη ήταν πολύ άνιση και πολύ δύσκολη. Εμείς έπρεπε να υπολογίζομε πως θα πέφτει η κάθε σφαίρα μας και να ρίχνει όχι μια ζωή κάτω, δύο.
-Ποιες άλλες ΕΛΑΣίτισες κοπέλες πήραν μέρος στην μάχη;
Ήταν η Εύα, η μονόφθαλμη, μας είχαν έρθει και Κουπονιώτες, ήρθε ενίσχυση από Κουπόνια και Ζωγράφου. Η Εύα, η Ευτέρπη, η Ξένη η Βαρδάκη, η Αργυρώ η Σιδέρη, ότι ήμουνα εγώ κι η Αργυρώ, ήταν παλικάρι κι εκείνη πολύ δραστήριος άνθρωπος, πολύ ξύπνια κοπέλα, ο αλτρουισμός της δεν είχε όρια.
-Δε μου λες ανοίξατε, σπάσατε τον κλοιό και περάσατε προς Βύρωνα.
Σπάσαμε τον κλοιό βεβαίως, περάσαμε, κρατούσαμε εμείς για να υποχωρήσουν και τους είπαμε και στον Απόλλωνα ελάτε από εδώ έχουμε ανοίξει κλοιό, ελάτε από εδώ και δεν ξέρω ούτε μπορώ να θυμηθώ αυτήν την σκηνή πως εκείνοι τράβηξαν προς το βουνό, απορώ δηλαδή για μένα έχει μείνει ανεξήγητο, αφού μπορώ να σου πω νομίζαμε ότι περάσανε γιατί πραγματικά ήμασταν οι εμπροσθοφυλακή και η οπισθοφυλακή, εμείς ανοίγαμε για να περάσουνε πάλι να υποχωρήσουνε όπου ήτανε. Και τραβήξαμε άλλοι από εδώ, άλλοι από εκεί κανονίσαμε και ανεβήκανε βάλανε φωτιά, είχε γίνει μεγάλο κακό.
-Και στη μάχη μέσα ακουγόντουσαν τα χωνιά;
Όλα, α εδώ ήταν ο σπουδαίος ρόλος που έπαιζε, ενώ γινόταν η μάχη, βεβαίως είχε υποχωρήσει ο ΕΛΑΣ, ακούγανε τα χωνιά και νομίζανε ότι ενώ, Λαέ της Καισαριανής μην φοβάσαι, εδώ είμαστε, έβγαλε αμέσως η ΕΠΟΝ χωνιά, τους απειλούσαμε, μην σε νοιάζει, θα γίνει η Καισαριανή, θα κάνει τον τάφο των Ταγματασφαλιτών εδώ πέρα, εδώ οι Γερμανοί δεν θα περάσουν μην σε νοιάζει λαέ της Καισαριανής. Οι κολώνες ψηλά τα χωνιά πρόχειρα εκείνη την ώρα ότι ήθελες μα τενεκέδες έβρισκες μα με τα χέρια, μα με την φωνή, να εμψυχώσουμε και να κρατηθεί. Αυτό έσωσε και νομίζανε ότι υπάρχουν ακόμα δυνάμεις, κι ενώ ήταν οι πολιτικές οργανώσεις μέσα πια. Ελαφριά ήταν οι τραυματίες μας, γιατί θέλουν να πολεμήσουν και αυτό ξέρεις γιατί το κερδίσαμε, ξέραμε και πολεμούσαμε από γωνιά σε γωνιά, αυτοί δεν ξέρανε. Βγαίνανε μπουλούκι, δεν μπορούσαν να κάνουν μάχη με εμάς, και βγαίνανε στο ανοιχτό και τους έβλεπες μπουλούκι μέσα στο κεντρικό δρόμο, ενώ εμείς από γωνιά σε γωνιά, στις γωνίες, οι ταράτσες οι κολώνες ήτανε δικές μας. Από εδώ μπείτε από εκεί πηδήστε εκεί πάνε δεξιά αριστερά, τραβάτε κρυφτείτε, μας διηύθυνε και ο κόσμος τις μάχες, οι γυναίκες, μεγάλες γριές, παιδιά, κατάλαβες;
-Μια ομάδα ΕΛΑΣιτών είχε έρθει από τα Κουπόνια.
Κουπόνια, Ζωγράφου μας ήρθαν ενίσχυση αφού θυμάμαι όταν σπάσαμε κι άλλοι πήγαμε Καλλιθέα, στα αλήθεια εγώ είχα φτάσει στην Καλλιθέα, άλλοι πήγανε αλλού. -Την άλλη μέρα ΕΛΑΣ δεν υπήρχε στην Καισαριανή, εκτός από μεμονωμένους.
Όχι, εκτός από μεμονωμένοι που είχανε μείνει μέσα στα σπίτια δεξιά και αριστερά, γύρισα κι εγώ ήρθα, κάπνιζε όλη η Καισαριανή, ήρθα από μέσα, γύρισα τα είδα από παντού, ο κόσμος όμως για εμάς λυπότανε, «όσοι μείνατε; τι πάθατε; που είσαστε; τι κάνατε;» πραγματικά το ενδιαφέρον του κόσμου και στο προσκλητήριο δεν βρέθηκε Απόλλωνας δεν βρέθηκαν αυτοί, δεν ανταμώσαμε, πήραμε να δούμε κι από εκεί γιατί πήρε το μάτι μας, το αφτί μας δεν ξέρω του κόσμου, ούτε μπορώ αυτήν την σκηνή να την συγκρατήσω και να την θυμηθώ ότι μείνανε ναι, και πάμε και βρίσκουμε τα πτώματα βγήκαμε πήραμε καροτσάκια πάλι μην τυχόν είναι φρουρές και περιμένουνε. Και τους βάλαμε στα καροτσάκια και κατεβήκανε, ευτυχώς δεν βρήκαμε αντίσταση από εκεί αλλά και από πίσω μας πάλι ανασυγκροτήθηκε ο ΕΛΑΣ μας περιφρούρησε, βγαίνει ο κόσμος αν θα μας φάνε στο βουνό που μαζεύαμε τα πτώματα ή να βρούμε έστω, ξέραμε μήπως έχουν κι αυτοί υλικό μαζί τους ή μήπως το έχουνε θάψει, και σκαλίζαμε ούτε ήλιο λογαριάζαμε ούτε κούραση, ένα- ένα τα κλαδάκια και ψάχναμε μήπως πουθενά αφήσανε τίποτα αυτοί οι άνθρωποι οι δικοί μας.
-Σε πόσες μέρες, σε πέντε έξι μέρες ανασυγκροτήθηκε ο ΕΛΑΣ;
Βεβαίως μέσα σε μια βδομάδα ήμασταν πάλι στα πόστα μας και καλύτεροι τώρα.
[..] Η γειτονιά πια για εκείνη την εποχή ήτανε τελείως ελεύθερη γειτονιά, δεν φοβόμασταν κατεβαίναμε μέχρι κάτω στο Παγκράτι, Φορμίωνος και φτάναμε πέρα στον Άγιο Νικόλα, Κουπόνια τραβάμε πέρα. Οι μονάδες, οι σύνδεσμοι λειτουργούσανε κανονικά επικοινωνούσαμε τι πληροφορίες έχουμε και φτάναμε μέχρι κάτω το Χίλτον τώρα που έχει γίνει, όταν βγαίνανε τα συνεργεία από το βράδυ, γραψίματος φτάναμε πλατεία Ρηγίλλης και γράφαμε στους τοίχους και στην πλατεία την ίδια, «Ζήτω ΕΛΑΣ, Ζήτω η ΕΠΟΝ, το ΚΚΕ» και όλα αυτά τα συνθήματά μας, «Λευτεριά, Ψωμί, Έξω οι κατακτητές».
-Στις πολυκατοικίες, με συγχωρείς Ευτυχία, είχαν έτοιμα τμήματα από τα παράθυρα με όπλα μέσα;
Βεβαίως από τα παράθυρα με τα πολυβόλα, σε αυτή την μάχη αν κάνω λάθος, όχι δεν κάνω καθόλου, είχαμε κι ένα το μοναδικό μας μυδράλιο.
-Που το είχατε στημένο;
Και το είχαμε στημένο αυτό το μυδράλιο το φυλάγαμε για τελευταία ώρα, για τελευταία ανάγκη προς τα τελευταία σπίτια της Καισαριανής να μπει το μυδράλιο να βάζει για να μας αφήσει κενό το δρόμο τον ελεύθερο και το είχαμε εδώ στημένο για να μας ελευθερώσει το δρόμο, τη λεωφόρο να περάσουν όσοι θα υποχωρούσαν από Δεξαμενή απάνω, Κουπόνια-Ζωγράφου οπισθοχωρούσαν πάντα. Υποχώρηση, μόνο τότε θα το βάζαμε μπροστά το μυδράλιο το μοναδικό που το φυλάγαμε πιο πολύ αυτό παρά όλο μας το στράτευμα. Το έμψυχο υλικό το θυσιάζαμε παρά το άψυχο να μας φύγει, ήτανε μεγάλο κατόρθωμα να έχουμε τον οπλισμό μας.
-Από σπίτια αμέσως χτυπάγατε ή ανοικτά κατά παράταξη;
Ξεκινήσαμε από γωνιά σε γωνιά. Αλλά φαινόμαστε τι να το κάνεις πως ήμουν κρυμμένη στην γωνιά και έριχνα κι ο άλλος στην άλλη γωνιά, πάντως ολόκληρη δεν φαινόταν αν ήμουν γυναίκα ή αν ήμουν άντρας, ξέρεις πως γινόντουσαν οι οδομαχίες, σε παράταξη ποτέ δεν βγήκαμε σε έσχατη ανάγκη όταν βρισκόμαστε βγαίναμε άμα ήταν να περάσουμε ειδικά ανοικτά δρόμους και τέτοια βγαίναμε στα ίσια ρίχναμε με έβλεπες σε έβλεπα σου έριχνα όπου πήγαινε για να περάσουν και να υποχωρήσεις και πάλι σου λέω έπρεπε η σφαίρα να δώσει στόχο, να πέσει απάνω σε κορμιά. Η γειτονιά δεν έμενε απροστάτευτη υποχωρούσανε εκείνοι που έπρεπε να υποχωρήσουνε με τα μεγάλα όπλα για να τα φυλάξομε να μην τα έχουν στα χέρια τους με σοβαρό υλικό με βαριά τραυματίες με πράγματα τέτοια αλλιώς δεν αφήναμε την γειτονιά γιατί δεν ξέραμε τα μετέπειτα τι γινότανε. Οι δυνάμεις θα έρθουνε μετά, γιατί έπρεπε να βγει ο κόσμος, να βγούνε οι γυναίκες, να βγούνε οι ΕΠΟΝίτες, μπορεί ο ένοπλος στρατός, να υποχωρούσαν οι ένοπλοι μαχητές αλλά έμεναν οι ΕΠΟΝίτες, έμεναν οι οργανώσεις οι πολιτικές το ΕΑΜ, να κρατήσουν το ηθικό του κόσμου, η ΟΠΛΑ.