Ανάπηρος του αλβανικού μετώπου, ΕΛΑΣ Καισαριανής (2ος Λόχος Άνω Καισαριανής)
-Κουλίτσος: Εμείς είμαστε από το ’37 μαζί;
Από το ’38 είμαστε μαζί. Το ’38 ήρθαμε εμείς, Πρωτοχρονιά. Απευθείας γνωριστήκαμε. Μόλις ήρθαμε, έπιασα δουλειά στου Σκαρπίδη. Εκεί γνωρίστηκα με σένα, με τον Κουράντη (τον Κυριάκο), τον Λευτεράκη, τον Αρίστο [...] Μετά γνώρισα τον Γιώργο, τον Ηλία τον Φύσσα, τον Παναγιώτη...
-Κατοχή. Εμείς χαθήκαμε εν τω μεταξύ.
Δε χαθήκαμε ρε. Πώς χαθήκαμε; Δε μοιράζαμε προκηρύξεις; Δε γράψαμε και στη λεωφόρο, στα ντουβάρια κάτω;
-Ποιοι άλλοι ήταν, θυμάσαι;
Εγώ, ο Κουράντης ο Κυριάκος, εσύ, ο Λευτεράκης και κάποιοι άλλοι που δεν τους γνώριζα εγώ.
-Ο Παναγιώτης ο Μαύρος;
Αυτόν δε μπορώ να τον θυμηθώ. Είχαμε ρίξει ρε προκηρύξεις στην Καισαριανή. Πόλεμος...Αλβανία...Γράψαμε τα ντουβάρια.
-Τελειώνει ο Πόλεμος. Και τι γίνεται μετά με το ΕΑΜ;
Τέλειωσε ο πόλεμος, είχαμε μαζευτεί στην αγορά από κει. Στις παράγκες. Πιο κάτω από του Λευτέρη, μια παράγκα ήτανε –του Κουράντη ήτανε; Και λέγαμε τι θα γίνει ρε παιδιά, άντε ο καθένας τώρα να δούμε τι θα γίνει. Ε, κι εγώ είπα θα φύγω, θα πάω στην Θεσσαλονίκη. Αλλά φύγαμε μαζί με τον Λευτεράκη. Ήμασταν πιο κολλητοί γιατί ήταν πιο μικρός [σε] ηλικία. Εδώ όμως εγώ απάνω, με τους Εγγλέζους και τα ντου απάνω και τα λάφυρα, είχα πάρει δυο πιστόλια εγγλέζικα με τις σφαίρες, τα δένω σ’ ένα μπαούλο. Εν τω μεταξύ μ’ έδιωξε κι ο μπάρμπας μου απ’ το σπίτι: βρήκανε κάτι προκηρύξεις –είχαμε κάνει από χοντρό χαρτόνι, το κόλλαγες στον τοίχο, πλάκωνες δυο πινελιές και τελείωνε, δε καθόσουνα να ζωγραφίζεις! Με διώχνει ο μπάρμπας και πάμε με τον Λευτεράκη και παίρνουμε το τρένο από το Μπογιάτι (γιατί είχα και τα πιστόλια εγώ στα μπαγκάζια μου μέσα). Λοιπόν, εκείνος κατέβηκε στη Λάρισα που είχε κάτι συγγενείς, εγώ τράβηξα για Θεσσαλονίκη. Και ξέρεις πώς ταξιδέυαμε; Στο Μπογιάτι πιάσαμε βαγόνι απάνω. Μόλις φτάσαμε στο σταθμό, είχανε οι Γερμανοί τον έλεγχο, κατεβαίναμε όλοι, περνάγαμε με τα πόδια. Μέχρι τη Λάρισα πηγαίναμε έτσι, μετά ήταν πιο ζόρικα τα πράγματα –Πλαταμώνας και τα λοιπά. Εγώ ήμουνα μόνος μου πια, μ’ έναν αληταρά πιτσιρίκο που στον Πλαταμώνα τον έχασα κι αυτόν. Κάτω από τα βαγόνια, απάνω στις γραμμές. Είχε τα σίδερα και ξαπλώναμε πάνω. Φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη, πού να πάω, άγνωστα τα πάντα...Το δέμα απάνω, οι πιστόλες κι ένα σώβρακο. Ήτανε στην πλατεία του Βαρδαριού ένας γέρος και γύρναγε τα τραμ. Το ένα πήγαινε στο σταθμό, το άλλο προς τα κάτω. Πάω στο γέρο, «γεια σου μπάρμπα», «βρε καλώστο, από πού είσαι;», «από την Αθήνα». Μου ‘δωσε κι έφαγα, είχε μαγγάλι αναμένο. Που θα κοιμηθείς, μου λέει. Του λέω έξω. Θα ψοφήσεις –μου λέει– απ’ το κρύο. Θα σε κλείσω εδώ μέσα κι όποιος περνάει, δεν θα βγάζεις μιλιά. Την έβγαλα εκεί μια βδομάδα. Στη μια βδομάδα, έμαθα τις «τρύπες», έψαχνα να βρω τους μπαρμπάδες μου πού μένανε. Σε ένα χωριό έξω απ’ τας Σέρρας (sic), τη Νιγρίτα. Τελικά έφτασα στο χωριό, με κρατάει ο μπάρμπας μου μια βδομάδα αλλά πάνω στη βδομάδα με διώχνει. Είχα λέει κομμουνιστική ανατροφή και δεν του έκανα...Αφορμή να με διώξει. Του πατέρα μου αδερφός, ε; Με μάζεψαν κάτι χωριανοί, μου δωσε κι η γιαγιά μου στη σελάχα μια κομμάτα ψωμί, την έβγαλα. Μόλις καλοκέρεψε, αποφάσισα να φύγω. Θα κατέβω στην Αθήνα. Ο μεγάλος αδερφός μου, ο Μιχάλης, ήταν στη Λιβαδειά. Κι απ’ τον μπάρμπα μου μάθαινα. Εκεί που ετοιμάζομαι να φύγω, έρχεται ο μεσαίος αδερφός, ο Κώστας. Έμαθε ότι ήμουν στο χωριό, έρχεται και κείνος. Έπιασε δουλειά σ’ ένα τσομπάνη. Εγώ, μόλις καλοκέρεψε, φεύγω με τα πόδια! Από την Τριανταφυλλιά 85 χιλιόμετρα, μέχρι την Θεσσαλονίκη. Μόλις κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη, πάω σ’ έναν αδερφό του μπάρμπα μου. Αυτός είχε τώρα τρία κορίτσια. Πού να κάτσω εγώ με τα κορίτσια; Παίρνω δρόμο.
Πάλι στην Πλατεία Βαρδαρίου, στο γέρο! Του διαβόλου η σκούφια, βρίσκω κάτι παιδιά πατριωτάκια μου. Απ’ τη Ρωσία. Ήμαστε συμμαθηταί. Κάναν τη δουλειά του σαλταδόρου αυτοί. Κι είχανε μια μαούνα απ’ τη μεριά του Λευκού Πύργου πέρα, στην αμμουδιά. Παλάτι σκέτο! Ήταν καμιά δεκαπενταριά και μέναν σ’ αυτή τη μαούνα μέσα! Σπίτι τους ήταν! Βλέπω εγώ λοιπόν, φιλιά, αγκαλιές, με τα κασελάκια αυτοί δουλεύανε...Τι κάνετε παιδιά; Έτσι κι έτσι (ο αρχηγός τους ο Φούσκας –έτσι τον λέγαμε). «Σαλτέρνουμε». Σάλτο τι ήταν για μένα; Κάνω ρεσάλτο σε μια αποθήκη γερμανική. Το τι έβγαλα Θοδωρή μου δε λέγεται! Την άδειασα την αποθήκη. Τα πουλάνε –ζάχαρη, καφέ, μακαρόνια, όσπρια– σε λίρα, μου φέρνουνε 300 λίρες για πάρτη μου...Πήραν από 170 αυτοί και δώσανε εμένα 30 επιπλέον επειδή εγώ έκανα την χειρονομία και την σκέψη. Ξαναπάω στο γέρο. Ο γέρος μου έγινε πολύ συμπαθής, ήταν καλό ανθρωπάκι. Πήγαινα να τον κεράσω εγώ (ματσόλας ο Χρύσανθος, με 300 λίρες στην τσέπη...Κι έλεγα θα στείλω στη μάνα μου, στο χωριό, όνειρα...), έκλαιγε ο γέρος και χτυπιότανε. Η κόρη του –ένα κοριτσάκι πιο μικρό από μένανε– πήγαινε για τέρμα. Ήταν προφυματική. Κι ο γέρος δεν του φτάνανε τα λεφτά ούτε για τσιγάρα. Εγώ μπάρμπα θα την σώσω την κόρη σου. Και Γιώργο μου, θα το πιστέψεις; Αυτά τα λεπτά τα έδωσα σχεδόν όλα για να σώσει την κόρη του. Βέβαια μετά το ξανάκανα, ξαναέβγαλα κλπ.
-Πόσων χρονών ήσουνα τότε;
Στα 17 πήγαινα. Ήμουνα και γερός. Βρίσκω τον Δήμο. Ο Δήμος (μετά έγινε κουμπάρος του αδελφού μου του μεγάλου) ήτανε γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμπελοκήπων. Από δω τον ήξερα. Μόλις τονε βλέπω, μου λέει: «Ρε αλήτη, εδώ είσαι; Κι εγώ έφαγα τον κόσμο να σε βρω!», «Τι με θέλεις;», «Έχεις δουλειά πολλή», «Ωραία, λέω, θα οικονομήσουμε» (αυτό με ένοιαζε τότε). «Θα αναλάβεις». Πάω το βράδυ που μου ‘κλεισε ραντεβού, ήταν άλλοι 3-4. «Θα σου δώσουμε μια φοράδα, 12.51
Απμαγνητοφώνηση: Ελένη Κορφιάτη. Επιμέλεια: Ντέπυ Κορεντίνη
Διάρκεια [14:44]
[..]Και από άλλες γειτονιές ερχόντουσαν να βοηθήσουν την Καισαριανή, να πολεμήσουνε μαζί με τον ΕΛΑΣ της Καισαριανής, άλλα παιδιά από άλλες γειτονιές. Σταθήκανε άξια, ούτε ένας από αυτά τα παιδιά δε βγήκε προδότης. Έτσι σε μία περίοδο ήρθε και ο συναγωνιστής ο διμοιρίτης Πέτρος. Εκείνη την περίοδο είχε έρθει κι ένας άλλος Πέτρος πάλι, από τα Κουπόνια. Ο Πέτρος ο Κουπονιώτης έτσι έμεινε γνωστός. Ο διμοιρίτης Πέτρος αναδεικνύεται σε μια εξαιρετική μορφή αγωνιστή. Τα χτυπήματα στον εχθρό είναι πάντοτε αποφασιστικά. Θα πρέπει να ήτανε μέσα του Σεπτέμβρη ή αρχές του Σεπτέμβρη, όταν σε ένα από αυτά τα μπλόκα μια από αυτές τις μάχες η Καισαριανή, πραγματικά ολόκληρη καιγότανε. Τεράστιες δυνάμεις ταγματασφαλιτών, ειδικής ασφαλείας και άλλα καθάρματα, συνεργάτες του κατακτητή, μπλόκαραν την Καισαριανή και άρχισε μια σκληρή μάχη. Με τη γνωστή τακτική ο ΕΛΑΣ χτυπούσε και υποχωρούσε. Ο ΕΛΑΣ λοιπόν χτυπούσε, μαχότανε και παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις ήταν πολύ μικρές, ωστόσο αυτή η τακτική του κλεφτοπολέμου στον εχθρό έφερνε όπως ήταν φυσικό πολύ μεγάλες απώλειες. Ο ΕΛΑΣ δεν υποχώρησε ποτέ, αποχωρούσε δεν υποχωρούσε. Έτσι οι ταγματασφαλίτες είδανε λυσσασμένοι ένα παιδί, ένα μοναχό του παιδί να υπερασπίζεται τους συντρόφους του ενάντια σε ένα πλήθος από δαύτους. Δεν είχε προλάβει ο Πέτρος ο διμοιρίτης, ο ηρωικός διμοιρίτης ούτε μια σφαίρα να ρίξει στα μυαλά του για να γλιτώσει. Τον πιάσανε ζωντανό, πέσανε πάνω του σαν τα κοράκια. Την ίδια μέρα στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο άλλος Πέτρος από τα Κουπόνια. Την ίδια τύχη όμως με το διμοιρίτη Πέτρο είχε μια άλλη ηρωική μορφή το Καραγκιοζάκι. Για το λαό της Καισαριανής τα τρία αυτά παιδιά, έπρεπε να θαφτούνε μαζί, έπρεπε να τιμηθούνε μαζί. Και ο διμοιρίτης Πέτρος ήταν ο Φάνης Ρούγκας, γιος του ταγματάρχη των τσολιάδων. Σύσσωμος ο λαός της Καισαριανής τίμησε το παιδί του. Συγκινημένος ο λαός παρακολουθούσε τον πατέρα, τη μάνα που έτσι αποχαιρετούσαν την ηρωική μορφή του άξιου παιδιού, ανάξιος ως πατέρας. Ο λαός της Καισαριανής δεν θα ξεχάσει ποτέ τον Πέτρο τον Κουπονιώτη, δεν θα ξεχάσει ποτέ το Καραγκιοζάκι και το Φάνη Ρούγκα.[..]
Απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια κειμένων: Ντέπυ Κορεντίνη
Μέρος Α΄[26:00]
[..]Εγώ το θυμάμαι έτσι: Βρέθηκα στη Καισαριανή. Στους συγγενείς μου…Το είχαμε επιτάξει το σπίτι, είναι το τελευταίο και πιάνει το βουνό. Σε αυτό το βουναλάκι παίρνουμε ένα παλιό γραμμόφωνο, δήθεν κάτσαμε απάνω στο βουνό, και παρακολουθήσαμε εμείς τις εκτελέσεις.
-Και τι είδατε;
Είδαμε δέκα, δέκα τους βάζανε στην σειρά, τους εκτελούσανε, η πρώτη ριπή, η επόμενη δεκάδα να πιάνει τους άλλους δέκα να τους πετάει πάνω στο καμιόνι, η τρίτη, η τέταρτη, η επόμενη. Οι τελευταίοι τραγουδούσανε, άλλοι είχαν κουράγιο άλλοι δεν είχανε, άσε να σου περιγράψω τις μορφές των ανθρώπων αυτών, τώρα ξέρεις, μέσα από τις φυλακές, χλωμοί κίτρινοι αγνώριστοι άλλοι ντυμένοι, άλλοι με φόρμες της φυλακής, τα καρό αυτά, τα ριγέ.. Οι πιο πολλοί φωνάζανε ζήτω το ΚΚΕ. -Και μετά τι κάνατε όταν φύγατε από εκεί μετά το τέλος των εκτελέσεων που πήρανε τους εκτελεσμένους;
Τους πήρανε τους εκτελεσμένους, κατεβήκαμε πάλι μέσα στην πόλη, μιλήσαμε το βραδινό μας χωνί, λυπημένοι όλοι βγάλαμε ότι οι κατακτητές χτύπησαν, σκοτώσανε τόσους.. Πέντε η ώρα ξημέρωμα ήτανε μόλις χάραζε κι έφεγγε αρχίζανε τις εκτελέσεις, τα αετόπουλα μαζεύανε σημειώματα από τους δρόμους.. Και οργανώνομαι. Στην ΕΠΟΝ. Αλλά η ΕΠΟΝ επιστράτευσε μετά για τον ΕΛ.ΑΣ. Η ΕΠΟΝ έκανε όλες τις δουλειές και τις ΕΛΑΣίτικες δουλειές μου φαίνεται ότι έκανε και Αλληλεγγύης και όλα, όλα. Γινόντουσαν μπλόκα κάθε μέρα. Δεν περνούσε μέρα που να μην δοθεί μάχη. Κάθε πρωί ιδιαίτερα το 1944 ερχόντουσαν, ντου τα λέγαμε αλλά αυτοί αν θα τους απασχολούσες πώς να στο πω με δυο τρεις μπιστολιές από εδώ και από εκεί και να μπαίνανε στα σπίτια που να περνούσανε και να βρίσκανε δυο κότες ή να βρίσκανε μια προίκα γιατί ο ρουχισμός είχε μεγάλη πέραση, να τα πάρουνε, δεν τους ένοιαζε αυτοί αν θα βρίσκανε εμάς ή όχι, το πλιάτσικο πιο πολύ. Εγώ έτσι πιστεύω.
-Και πως τους παίρνατε είδηση;
Μας ειδοποιούσανε. Καταρχήν κι εμείς κι ο κόσμος ο ένας πίσω από τον άλλο ‘Σύρμα’ ερχότανε ότι φτάσανε. Από το Παγκράτι πιάνανε πέρα Άγιο Νικόλα, Ζωγράφου, Κουπόνια. Τα Κουπόνια, από εκεί να μας ειδοποιήσουνε, έρχονται. Και Βύρωνα και όλοι μαζί συνδυασμένα εμείς αμέσως παίρναμε θέσεις.[..]
Μέρος Β΄
[..]Κατά εμένα, ο πατέρας μου ήτανε πρόσφυγας, Μικρασιάτης απ’ τη Σμύρνη.
-Από ποιο μέρος; Ξέρεις από ποια γειτονιά;
Μέσα από τη Σμύρνη. Σμυρνιός. Είχε σπίτι στο Κορδελιό. Η μάνα μου ήτανε Χιώτισσα που βρέθηκε στη Σμύρνη, ο παππούς ήτανε καπετάνιος.
[..]Εγώ γεννήθηκα το 1926, στις 5 του Μάη. Στη Χίο. Αλλά το ’33 ήρθαμε μόνιμα στην Αθήνα, στην Καισαριανή, είχα συγγενείς στην Καισαριανή στην απάνω και στην κάτω. Στην Καισαριανή από το ’33 βρέθηκε ο πατέρας μου γιατί είχε την αδερφή του εκεί από το 1922, έψαχνε αφού βρήκε την γυναίκα του να βρει και τα αδέλφια του. Και ήρθαμε εμείς στην Αθήνα, αφού βρήκε την αδελφή του, έπαθε κι αυτή την οικονομική κρίση. Και πήρε (ο πατέρας μου) μια σούστα καρβουνιάρικη και πούλαγε κάρβουνα μέσα στην Καισαριανή. Και σιγά-σιγά νοίκιασε ένα σπίτι στην Καλλιθέα. Κι από κει ξεκίνησε πάλι να πουλάει με την οκά κάρβουνα και με το κάρο. Καταφέρνουμε και παίρνουμε ένα οικοπεδάκι στη Νέα Σμύρνη και όλοι μαζί, είδαμε ότι ο πατέρας μου με τη σούστα δεν έβγαινε (εδώ ήτανε στόματα, τέσσερις εμείς, έξι γυναίκες στην πλάτη), πήγε και οικοδόμος, δούλεψε μεγάλος στην Πειραϊκή-Πατραϊκή στη Καλλιθέα στη λεωφόρο Συγγρού απάνω. Στη Νέα Σμύρνη γίνεται εργολάβος και παίρνει και χτίζει στα Ταταύλα, το συνοικισμό εκεί κοντά. Απάνω σε τρεις δρόμους ένα οικοπεδάκι που κατάφερε και πήρε, και χτίσαμε, μόνοι μας, εγώ δούλεψα και οι αδελφές μου του κουβαλήσαμε την πέτρα. Το ’36-37 εχτίζαμε το σπίτι. Νύχτα, παράνομα το χτίζαμε αυτό το σπίτι. Τις Κυριακές, τα βράδια. Κι εργάτες, και μαδέρια, να του κουβαλήσουνε. Ανοίξαμε πηγάδι μόνοι μας με τον πατέρα μου. Και εκεί ήταν χωράφια μόνο σανό και σκουπιδότοποι παραπέρα. Η αδερφή του ήτανε στην Καισαριανή, είχαμε σχέσεις επαφές. Πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα, πέθανε η μαμά μας, μας έπαιρνε, μας έφερνε. Κι έτσι εγώ ερχόμουνα στη θεια μου στην Καισαριανή. Αλλά από την Νέα Σμύρνη, εκείνη την εποχή 1936-1937 το εργατικό κίνημα φούντωνε. Το ’40 πήγε φαντάρος ο πατέρας μου. Και μας άφησε τέσσερα μωρά. Εμένα ο πόλεμος με βρήκε στη Χίο. Τα καλοκαίρια μας έστελνε στους συγγενείς της μάνας μας και το 1940 ο πόλεμος με βρίσκει στη Χίο, ήταν Οκτώβρης. Ο θείος μου έκανε 5.000 οκάδες λάδι. Όλη μέρα με έπαιρνε μαζί του. Ο ένας με το ένα μουλάρι, πίσω εγώ, πιο καλά πήγαινα εγώ. Και ο πόλεμος με βρίσκει στη Χίο, επιστρατεύουνε μουλάρια ζώα κλπ, όλο το χωριό σαν ένας άνθρωπος, δώσανε τη βοήθειά τους, τα ζώα τους, γιατί η Χίος ούτε πρώτη γραμμή ήτανε ούτε τίποτα. Εμείς ο θείος μου και δύο μουλάρια και δυο γαϊδουριά τα δώσαμε αμέσως.
-Ο πατέρας πήγε στην Αλβανία;
Ο πατέρας πήγε στην Αλβανία, ο πατέρας μου τώρα στρατιώτης, εγώ εκεί μας γράφει ότι φεύγει για το μέτωπο, επιστρατεύτηκε. Ως που να πάνε τα χαρτιά και τέτοια και γυρίζω το 1941 στην Αθήνα, ήμουν με την αδερφή μου εκεί.[..]Και μετά έκανε ο πατέρας μου έκανε χαρτιά και τον φέρανε όχι στην πρώτη γραμμή. Και του λέω μπαμπά θα έρθω μαζί σου. Στο πόλεμο παιδί μου; Στον πόλεμο μαζί σου. Κι απ’ το 41 πια με ξαναστέλνει όμως στη Χίο. ‘Θα φύγουμε όλοι μαζί στη Χίο να σας αφήσω στις θείες σας κι εγώ θα τραβήξω για τη Μέση Ανατολή’. Εμένα με πιάσανε οι Γερμανοί με δείρανε, τράβηξα στη Χίο πολλά. Και περνούσανε απέναντι να πάνε στην Τουρκία, φύγανε πολλοί. Μια φορά είχε πέσει (ας το πω ρουφιανιά) ότι ο θείος μου έχει κρυμμένο λάδι. Και ήρθανε στο εξοχικό του για να κάνουν έφοδο και να βρούνε. Και το ’42 πουλάει το σπίτι της Νέας Σμύρνης –ξέρεις για πόσο; Για ένα σακί καλαμπόκι. Γυρίζω, δεν είχαμε λεφτά. Γυρίζουμε πίσω στη Νέα Σμύρνη και μένουμε σ’ ένα υπόγειο (το σπίτι πουλημένο) που μας έδωσαν κάτι γειτόνοι. Τώρα, ο πατέρας μου είχε την ξυλεία του και την μοίραζε και κάναμε τη λαχανίδα. Ο αγώνας της επιβίωσης πια εμπήκε επιτακτικά. Καίγαμε και τις καρέκλες για να φάμε. Ό,τι είχε, το έδινε με αντάλλαγμα για μια χούφτα σταφίδες να μας ζήσει. Και φτιάχνει ο πατέρας μου ένα καρότσι και πάει και μαζεύει ξύλα στην Αγιά-Βαρβάρα του Φαλήρου, τη Γλυφάδα, και μας έπαιρνε μαζί του. Αλλά δεν ήτανε τα ξύλα μόνο, [κάναμε κι αντίσταση]. Οι μεγάλοι είχανε υπολογίσει και τα βήματα των Γερμανών. Κι έπρεπε εμείς να αδειάσουμε τα βαρέλια και να φύγουμε. Και ολόκληρο το βαρέλι τους το παίρναμε! Το σέρναμε και το βάζαμε πάνω στο καρότσι (ή τη σούστα μετά), με μια κουβέρτα από πάνω που στρώναμε.[..]
Μέρος Γ΄
..Αδειάσαμε πολλά βαρέλια, πολύ σαμποτάζ. Στοίβες, στοίβες τα βαρέλια. Εμείς πλησιάζαμε και τα ανοίγαμε, ή αν είχε το χώρο το τσουλούσαμε, αφού είδαμε πολλές φορές ότι είχαμε χώρο, το παίρναμε και το κατεβάζαμε ολόκληρο το βαρέλι μέσα στο ρέμα, και ύστερα το σηκώναμε δεν παίρνανε χαμπάρι αυτοί γύρω, γύρω γυρνούσαν δεν ερχόντουσαν στο ρέμα, μέσα στο χαράκωμα. Μετά όμως το πήρανε χαμπάρι και βάλανε και σκοπιές πάντως η ζημιά τους εγινότανε με τους δικούς μας ανθρώπους.
-Πού πήγαινες; Στην ΕΠΟΝ;
Δεν ήταν ακόμα ΕΠΟΝ. Ήταν μια «Λεύτερη Νέα», παρακλάδι της ΟΚΝΕ, μετά το έμαθα κι αυτό. Και πήραμε κάνα-δυο φορές τους κουβάδες να γράψουμε «Λευτεριά», «Θάνατος στο φασισμό». Έπρεπε να κατέβουμε σε συλλαλητήρια, να φύγω κι απ’ το σπίτι, και διαμαρτυρία και συσσίτια να κατέβουμε, έβρισκα έδαφος από την Καισαριανή. Θα πάω να μείνω στη θεία μου, από εκεί του λέω είναι κι οι οργανώσεις ελεύθερα και όλα αρχίσανε και φουντώνανε. Κι έρχομαι στη θεια μου στην Καισαριανή.
-Τι εποχή ήτανε αυτή;
Ήτανε το ’43 πια έμεινα. Σε αυτόν τον καιρό ότι γινότανε πήγαινα κι ερχόμουνα με τα πόδια Νέα Σμύρνη, Καισαριανή, Νέα Ιωνία κλπ. Να σκεφτείς είχαμε διπλά δελτία, και να έρχομαι στο Παγκράτι με τα πόδια να παίρνω τα διπλά δελτία. Τότε δεν ήμασταν χώρια, και ο Βύρωνας, το Παγκράτι, η Καισαριανή γυρίζαμε μαζί, όλοι μαζί σαν ένας και μαζί αντιμετωπίζαμε από κοινού, και δεν ξέραμε αν είσαι Βυρωνιώτης, Καισαριανιώτης. Το πρώτο σπίτι που έμπαινα και έβγαινα ήταν του Φουρναράκη η απάνω Καισαριανή μέσα εκεί το υπόγειο, εκεί να έχομε τον παράνομο μηχανισμό και πως τον βγάζανε, και πως έβγαινε το δελτίο και τι δεν γινότανε σε εκείνο το υπόγειο μέσα γιατί από εκεί ξεκινούσανε όλοι. Και εγώ νομίζω η Καισαριανή, η φύση και θέση, ο τόπος ήτανε που βοηθούσε. Γιατί όταν ήτανε η πρώτη γραμμή Ζωγράφου-Κουπόνια και χτυπούσανε από εκεί και υποχωρούσαμε μας έδινε εκείνος ο δρόμος το δικαίωμα να μπορέσουμε. Και είχαμε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος και δεν προχωρούσανε παραπάνω.
-Στις 16 του Ιουνίου έγινε το μπλόκο που σκοτώθηκαν τα παιδιά, ο Απόλλωνας και οι άλλοι. Ήσασταν σε αυτή την μάχη;
Ναι, ήμουνα σ’ αυτή τη μάχη. Είχαμε πληροφορίες, ξέραμε ότι θα μας χτυπήσουνε είτε πολλοί είτε λίγοι, τον περιμέναμε το μπλόκο αυτό. Έγινε υποχωρήσαμε, απώλειες είχανε και αρκετές, και υποχωρούμε εμείς. Η μάχη ξεκίνησε από κάτω Κουπόνια-Ζωγράφου, όλο το ρέμα και ήρθαμε απάνω, απάνω υποχωρούσαμε και ενώ κρατήσαμε εμείς είμαστε εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή. Ήτανε κι ο Βυζανιάρης, ήμουνα εγώ, ήταν ένας Νίκος, ήταν κι ο Λευτέρης κι αυτοί, πολύ πικραίνομαι Ο Απόλλων με μια άλλη παρέα πήγανε προς τα πάνω. Σκοτωθήκανε.
-Ποια παιδιά ήτανε;
Ήτανε ο Βενιέρης, ο Απόλλωνας, ο Αβραμίτογλου, ο Κρυσταλλάκος, ο Πολεμαχάκης, βέβαια είχαμε του Πολεμαχάκη την αδερφή την μάνα σπίτι, ο Τσάφος και Νταλιάνης. Αυτοί οι εφτά.
-Ο Λόχος των γυναικών πότε έγινε αυτός, θυμάσαι;
Ναι, έγινε πια από τον Ιούλιο του 1944, αρχίσαμε να ξεχωρίζουμε και τις γυναικείες δυνάμεις. Και αρχίσαμε και κάναμε το λόχο. Είχαμε ογδόντα κοπέλες. Αλλά δεν ήτανε μόνο Καισαριανιώτισσες. Για να κάνουμε υποδειγματικό, επήραμε κι από Βύρωνα, επήραμε κι από Δουργούτι κλπ, θέλαμε να κάνουμε σαν ένα Πρότυπο Λόχο, όπως μετά μας είχε έρθει και ενίσχυση. Στην αρχή ήμασταν πολύ λίγες. Το να πάρει όπλο μια γυναίκα, ήτανε πολύ δύσκολο. Βοήθεια δίνανε και η κάθε γυναίκα να μας βοηθήσει να μαγειρέψουμε, να πλυθούμε, να αλλάξουμε, να φάμε, να δώσουμε τροφές, να κατέβουμε σε διαμαρτυρίες, σε συλλαλητήρια, τρέχανε αλλά για το όπλο ήτανε λιγάκι ζόρικο, δεν ξέρω η νοοτροπία ας πούμε.
- Σε παρακαλώ κάτι άλλο, παντού συνεχιζόταν, γινόταν συνεχώς, μέχρι που ήρθε μια περίοδος που δεν μπαίνανε στην Καισαριανή.
Α ναι βέβαια. Η Καισαριανή ήταν το κάστρο το άπαρτο. Καλά λένε ότι κάναμε την παράγκα κάστρο και τον κασμά τουφέκι. Αυτό είναι γεγονός, δεν είναι φιλολογία. Σαν ένας άνθρωπος όλοι μαζί, είχε καθαρίσει η Καισαριανή από το 1944, εμένα μου φαίνεται μετά τον Μάη και τους τριακόσιους που εκτελέστηκαν, το μεγάλο κακό που έγινε, και ίσως και για αυτό ένας λόγος ήτανε που ερχόντουσαν και γινόντουσαν εκεί οι εκτελέσεις, για να τρομοκρατούν την Καισαριανή και τις ανατολικές γειτονιές. Ότι εδώ είμαστε. Αλλά δεν τολμούσανε να πατήσουνε πάνω από το σημερινό δημαρχείο δηλαδή από την Υμηττού. Πρώτα ήτανε από την Παναγίτσα, μετά κατεβήκανε από κάτω, από την Υμηττού και πάνω, από τον Άγιο Νικόλα δεν πατούσες. Λοιπόν ήμασταν ελεύθεροι κατ’ εμένα όλο το 1944. Μετά το Μάη του 1944 ήταν η γειτονιά δική μας. Ο κόσμος δικός μας. Κι ας δίναμε τις μάχες. Θυμάμαι έβγαινε το χωνί το ΕΛΑΣίτικο, η διαφώτιση το βράδυ, έβγαινε το ΕΠΟΝίτικο ελεύθερα, το ΕΑΜίτικο, του ΚΚ όλα βγαίνανε εντάξει, ήμασταν ελεύθεροι.[..]
Μέρος Δ΄
Η μεγάλη μάχη της Καισαριανής 16 Ιούνη 1944 [57:10]
..Για τον Υμηττό μας είπανε τότε ότι προσέξτε, διότι θα έρθουνε κι από τον Υμηττό. Θα μας ζώσουνε από παντού. Οι μάχες ξεκινούσαν Ζωγράφου- Κουπόνια όλες οι άλλες, αυτοί ειδικά είχαμε την πληροφορία ότι θα μας κυκλώσουνε. Δεν πρέπει να φύγουμε προς το βουνό, γιατί κάναμε έξοδο προς το βουνό, δεν θα φύγουμε προς το βουνό, παρά θα φύγουμε μέσα στις γειτονιές. Και όταν λέω γειτονιές από τα τελευταία σπίτια της Καισαριανής και θα τραβήξομε Καισαριανή, Βύρωνα, Νέα Ελβετία, Ηλιούπολη προς τα κάτω, να χαθούμε στις ανατολικές γειτονιές και όχι στο βουνό στον Υμηττό σε καμία περίπτωση
-Δηλαδή ο ΕΛΑΣ της Καισαριανής ήταν έτοιμος και περίμενε την μάχη;
Ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος περίμενε την μάχη, προετοιμασμένοι, οι τραυματίες μας ταχτοποιημένοι οι άνθρωποι που έπρεπε να φύγουνε μέσα από την γειτονιά, να φύγουνε, τα στελέχη του κόμματος τα μεγάλα, ο παράνομος μηχανισμός όλος ταχτοποιημένος που τον είχανε, εγώ είχα ακούσει για Σιδέρη. Έμεινε μόνο η στρατιωτική ηγεσία της Καισαριανής. Ένα μέρος της πολιτοφυλακής με τον Τάσο τον Αρμένη, τον Γιώργη τον Σιδέρη ακόμη ήταν κι ο Λάμπης, αυτοί μείνανε, η πολιτοφυλακή, στο φούρνο του Πλάκαλη, εκ των υστέρων αυτό το έμαθα ότι ήταν κρυμμένοι έτοιμοι. Ο Αράπης ο Γιάννης, ο Ορέστης, ο Σιδέρης ο Γιώργος, ο Λεωνίδας. Αυτοί μας χτύπησαν από του Ζωγράφου-Κουπόνια το ανοικτό αλλά είχαν ζώσει Παγκράτι, Βύρωνα όλο αυτό το γάμα, και ήρθανε ευθεία πάνω και από τον Υμηττό. Από τον Υμηττό, επειδή ακριβώς λέγαμε ότι οι δυνάμεις μας ήταν λιγότερες ίσως χτυπήσουνε από εκεί και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε, τα είχαν όλα τα πόστα πιασμένα, ο αγώνας ήταν άνισος. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που είχαν φέρει τόση μεγάλη δύναμη. Δεν ήταν μόνο Μπουραντάδες και Τσολιάδες, ήταν και Γερμανοί. Τα αυτοκίνητα είχαν σταθεί από κάτω, πως να σου που τους δρόμους, από το Παγκράτι πιάσε, έλα Άγιο Νικόλα πέρα ευθεία από εκεί, από Ιλίσια κάτω, Βύρωνα προς Ανάληψη. Ήταν τα αυτοκίνητα των Μπουραντάδων και από πίσω οι Τσολιάδες αλλά οι Γερμανοί δεν ήταν τόσο κορόιδα όπως φαίνεται, σκοτωθείτε πρώτα εσείς και από πίσω είμαστε εμείς. Τους βάζανε πάντα μπροστά τους Τσολιάδες. Η μάχη ήταν πολύ άνιση και πολύ δύσκολη. Εμείς έπρεπε να υπολογίζομε πως θα πέφτει η κάθε σφαίρα μας και να ρίχνει όχι μια ζωή κάτω, δύο.
-Ποιες άλλες ΕΛΑΣίτισες κοπέλες πήραν μέρος στην μάχη;
Ήταν η Εύα, η μονόφθαλμη, μας είχαν έρθει και Κουπονιώτες, ήρθε ενίσχυση από Κουπόνια και Ζωγράφου. Η Εύα, η Ευτέρπη, η Ξένη η Βαρδάκη, η Αργυρώ η Σιδέρη, ότι ήμουνα εγώ κι η Αργυρώ, ήταν παλικάρι κι εκείνη πολύ δραστήριος άνθρωπος, πολύ ξύπνια κοπέλα, ο αλτρουισμός της δεν είχε όρια.
-Δε μου λες ανοίξατε, σπάσατε τον κλοιό και περάσατε προς Βύρωνα.
Σπάσαμε τον κλοιό βεβαίως, περάσαμε, κρατούσαμε εμείς για να υποχωρήσουν και τους είπαμε και στον Απόλλωνα ελάτε από εδώ έχουμε ανοίξει κλοιό, ελάτε από εδώ και δεν ξέρω ούτε μπορώ να θυμηθώ αυτήν την σκηνή πως εκείνοι τράβηξαν προς το βουνό, απορώ δηλαδή για μένα έχει μείνει ανεξήγητο, αφού μπορώ να σου πω νομίζαμε ότι περάσανε γιατί πραγματικά ήμασταν οι εμπροσθοφυλακή και η οπισθοφυλακή, εμείς ανοίγαμε για να περάσουνε πάλι να υποχωρήσουνε όπου ήτανε. Και τραβήξαμε άλλοι από εδώ, άλλοι από εκεί κανονίσαμε και ανεβήκανε βάλανε φωτιά, είχε γίνει μεγάλο κακό.
-Και στη μάχη μέσα ακουγόντουσαν τα χωνιά;
Όλα, α εδώ ήταν ο σπουδαίος ρόλος που έπαιζε, ενώ γινόταν η μάχη, βεβαίως είχε υποχωρήσει ο ΕΛΑΣ, ακούγανε τα χωνιά και νομίζανε ότι ενώ, Λαέ της Καισαριανής μην φοβάσαι, εδώ είμαστε, έβγαλε αμέσως η ΕΠΟΝ χωνιά, τους απειλούσαμε, μην σε νοιάζει, θα γίνει η Καισαριανή, θα κάνει τον τάφο των Ταγματασφαλιτών εδώ πέρα, εδώ οι Γερμανοί δεν θα περάσουν μην σε νοιάζει λαέ της Καισαριανής. Οι κολώνες ψηλά τα χωνιά πρόχειρα εκείνη την ώρα ότι ήθελες μα τενεκέδες έβρισκες μα με τα χέρια, μα με την φωνή, να εμψυχώσουμε και να κρατηθεί. Αυτό έσωσε και νομίζανε ότι υπάρχουν ακόμα δυνάμεις, κι ενώ ήταν οι πολιτικές οργανώσεις μέσα πια. Ελαφριά ήταν οι τραυματίες μας, γιατί θέλουν να πολεμήσουν και αυτό ξέρεις γιατί το κερδίσαμε, ξέραμε και πολεμούσαμε από γωνιά σε γωνιά, αυτοί δεν ξέρανε. Βγαίνανε μπουλούκι, δεν μπορούσαν να κάνουν μάχη με εμάς, και βγαίνανε στο ανοιχτό και τους έβλεπες μπουλούκι μέσα στο κεντρικό δρόμο, ενώ εμείς από γωνιά σε γωνιά, στις γωνίες, οι ταράτσες οι κολώνες ήτανε δικές μας. Από εδώ μπείτε από εκεί πηδήστε εκεί πάνε δεξιά αριστερά, τραβάτε κρυφτείτε, μας διηύθυνε και ο κόσμος τις μάχες, οι γυναίκες, μεγάλες γριές, παιδιά, κατάλαβες;
-Μια ομάδα ΕΛΑΣιτών είχε έρθει από τα Κουπόνια.
Κουπόνια, Ζωγράφου μας ήρθαν ενίσχυση αφού θυμάμαι όταν σπάσαμε κι άλλοι πήγαμε Καλλιθέα, στα αλήθεια εγώ είχα φτάσει στην Καλλιθέα, άλλοι πήγανε αλλού. -Την άλλη μέρα ΕΛΑΣ δεν υπήρχε στην Καισαριανή, εκτός από μεμονωμένους.
Όχι, εκτός από μεμονωμένοι που είχανε μείνει μέσα στα σπίτια δεξιά και αριστερά, γύρισα κι εγώ ήρθα, κάπνιζε όλη η Καισαριανή, ήρθα από μέσα, γύρισα τα είδα από παντού, ο κόσμος όμως για εμάς λυπότανε, «όσοι μείνατε; τι πάθατε; που είσαστε; τι κάνατε;» πραγματικά το ενδιαφέρον του κόσμου και στο προσκλητήριο δεν βρέθηκε Απόλλωνας δεν βρέθηκαν αυτοί, δεν ανταμώσαμε, πήραμε να δούμε κι από εκεί γιατί πήρε το μάτι μας, το αφτί μας δεν ξέρω του κόσμου, ούτε μπορώ αυτήν την σκηνή να την συγκρατήσω και να την θυμηθώ ότι μείνανε ναι, και πάμε και βρίσκουμε τα πτώματα βγήκαμε πήραμε καροτσάκια πάλι μην τυχόν είναι φρουρές και περιμένουνε. Και τους βάλαμε στα καροτσάκια και κατεβήκανε, ευτυχώς δεν βρήκαμε αντίσταση από εκεί αλλά και από πίσω μας πάλι ανασυγκροτήθηκε ο ΕΛΑΣ μας περιφρούρησε, βγαίνει ο κόσμος αν θα μας φάνε στο βουνό που μαζεύαμε τα πτώματα ή να βρούμε έστω, ξέραμε μήπως έχουν κι αυτοί υλικό μαζί τους ή μήπως το έχουνε θάψει, και σκαλίζαμε ούτε ήλιο λογαριάζαμε ούτε κούραση, ένα- ένα τα κλαδάκια και ψάχναμε μήπως πουθενά αφήσανε τίποτα αυτοί οι άνθρωποι οι δικοί μας.
-Σε πόσες μέρες, σε πέντε έξι μέρες ανασυγκροτήθηκε ο ΕΛΑΣ;
Βεβαίως μέσα σε μια βδομάδα ήμασταν πάλι στα πόστα μας και καλύτεροι τώρα.
[..] Η γειτονιά πια για εκείνη την εποχή ήτανε τελείως ελεύθερη γειτονιά, δεν φοβόμασταν κατεβαίναμε μέχρι κάτω στο Παγκράτι, Φορμίωνος και φτάναμε πέρα στον Άγιο Νικόλα, Κουπόνια τραβάμε πέρα. Οι μονάδες, οι σύνδεσμοι λειτουργούσανε κανονικά επικοινωνούσαμε τι πληροφορίες έχουμε και φτάναμε μέχρι κάτω το Χίλτον τώρα που έχει γίνει, όταν βγαίνανε τα συνεργεία από το βράδυ, γραψίματος φτάναμε πλατεία Ρηγίλλης και γράφαμε στους τοίχους και στην πλατεία την ίδια, «Ζήτω ΕΛΑΣ, Ζήτω η ΕΠΟΝ, το ΚΚΕ» και όλα αυτά τα συνθήματά μας, «Λευτεριά, Ψωμί, Έξω οι κατακτητές».
-Στις πολυκατοικίες, με συγχωρείς Ευτυχία, είχαν έτοιμα τμήματα από τα παράθυρα με όπλα μέσα;
Βεβαίως από τα παράθυρα με τα πολυβόλα, σε αυτή την μάχη αν κάνω λάθος, όχι δεν κάνω καθόλου, είχαμε κι ένα το μοναδικό μας μυδράλιο.
-Που το είχατε στημένο;
Και το είχαμε στημένο αυτό το μυδράλιο το φυλάγαμε για τελευταία ώρα, για τελευταία ανάγκη προς τα τελευταία σπίτια της Καισαριανής να μπει το μυδράλιο να βάζει για να μας αφήσει κενό το δρόμο τον ελεύθερο και το είχαμε εδώ στημένο για να μας ελευθερώσει το δρόμο, τη λεωφόρο να περάσουν όσοι θα υποχωρούσαν από Δεξαμενή απάνω, Κουπόνια-Ζωγράφου οπισθοχωρούσαν πάντα. Υποχώρηση, μόνο τότε θα το βάζαμε μπροστά το μυδράλιο το μοναδικό που το φυλάγαμε πιο πολύ αυτό παρά όλο μας το στράτευμα. Το έμψυχο υλικό το θυσιάζαμε παρά το άψυχο να μας φύγει, ήτανε μεγάλο κατόρθωμα να έχουμε τον οπλισμό μας.
-Από σπίτια αμέσως χτυπάγατε ή ανοικτά κατά παράταξη;
Ξεκινήσαμε από γωνιά σε γωνιά. Αλλά φαινόμαστε τι να το κάνεις πως ήμουν κρυμμένη στην γωνιά και έριχνα κι ο άλλος στην άλλη γωνιά, πάντως ολόκληρη δεν φαινόταν αν ήμουν γυναίκα ή αν ήμουν άντρας, ξέρεις πως γινόντουσαν οι οδομαχίες, σε παράταξη ποτέ δεν βγήκαμε σε έσχατη ανάγκη όταν βρισκόμαστε βγαίναμε άμα ήταν να περάσουμε ειδικά ανοικτά δρόμους και τέτοια βγαίναμε στα ίσια ρίχναμε με έβλεπες σε έβλεπα σου έριχνα όπου πήγαινε για να περάσουν και να υποχωρήσεις και πάλι σου λέω έπρεπε η σφαίρα να δώσει στόχο, να πέσει απάνω σε κορμιά. Η γειτονιά δεν έμενε απροστάτευτη υποχωρούσανε εκείνοι που έπρεπε να υποχωρήσουνε με τα μεγάλα όπλα για να τα φυλάξομε να μην τα έχουν στα χέρια τους με σοβαρό υλικό με βαριά τραυματίες με πράγματα τέτοια αλλιώς δεν αφήναμε την γειτονιά γιατί δεν ξέραμε τα μετέπειτα τι γινότανε. Οι δυνάμεις θα έρθουνε μετά, γιατί έπρεπε να βγει ο κόσμος, να βγούνε οι γυναίκες, να βγούνε οι ΕΠΟΝίτες, μπορεί ο ένοπλος στρατός, να υποχωρούσαν οι ένοπλοι μαχητές αλλά έμεναν οι ΕΠΟΝίτες, έμεναν οι οργανώσεις οι πολιτικές το ΕΑΜ, να κρατήσουν το ηθικό του κόσμου, η ΟΠΛΑ.
Απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια κειμένων: Ντέπυ Κορεντίνη
Ομιλητής Γιάννης Τσάφος- Ερευνητής Γιάννης Κουβάς
Διάρκεια[12:40]
-Τώρα θα μας μιλήσει ο Γιάννης Τσάφος που έχει δύο αδέρφια σκοτωμένα στον αγώνα. Τον Μανόλη που ήταν μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη και τον Στεφανή που πιάστηκε στις δεκάξι του Ιούνη του 1944, τον εκτέλεσαν στο Γουδί. Όμως θα μας πει τώρα για τον Άρη τον Βελουχιώτη.
Ο Άρης ο Βελουχιώτης, όταν ήρθε στην Καισαριανή, ήρθε στο μαγαζί μας, μετά από ένα διάστημα το είχαμε κλείσει το μαγαζί.
-Πως μέρες έκατσε;
Κάθισε πέντε έξι μέρες. Είχανε πάρει και κάτι άλλοι από την Καισαριανή τέσσερις πέντε και όταν φύγανε και πήγανε στο βουνό αυτοί οι τέσσερις πέντε, μπαίνανε στα αμπέλι να κόψουνε ένα τσαμπί σταφύλι και δεν τους άφηνε ο Άρης ο Βελουχιώτης. Και ζητήσανε να φύγουνε από το βουνό, και τους έδωκε την άδεια ο Άρης να πούμε αυτούς και τους είπε πηγαίνετε στην Αθήνα να δουλέψετε στην Αθήνα. Και σηκωθήκανε και φύγανε και έμεινε ο αδερφός μου ο Μανόλης με τον Άρη τον Βελουχιώτη και οι χωριάτες μαζί. Και δημιουργήσανε το αντάρτικο.
Άλλο τίποτα έχεις να πεις;
Ναι θα πω βέβαια, μετά ο Μανόλης ο Τσάφος, όταν πήγε πάνω και βρήκε τον Βελουχιώτη, σε μια μάχη που είχε γίνει με τους Ταγματασφαλίτες και τους Γερμανούς μια μάχη μετά συγκεντρωθήκανε, ο Άρης Βελουχιώτης με την παρέα του και λέει ποιος μας λείπει, ποιος μας λείπει ο Μανόλης ο Τσάφος και λέει ο Άρης πρέπει να τον βρούμε. Και γυρίζουν πίσω, και γυρίζουν και τον βλέπουν σκοτωμένο απάνω και κρατούσε το οπλοπολυβόλο.
-Για τον Στεφανή τι έχεις μάθει;
Τον Στεφανή αφού τον πιάσανε στο μπλόκο, λέει ο Στεφανής στον Απόλλων, «Καλά ρε συ Απόλλων αφού λέει είναι να πάμε στην Αθήνα γιατί να πάμε στο βουνό;» Λέει ο Απόλλων, «Όχι θα πάμε στο βουνό». Φύγανε τραβήξανε και πήγανε στο βουνό, κι εκεί που είχανε κάνει το μπλόκο τον τραυματίζουν τον Στεφανή στο πόδι…[..]
Απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια κειμένων: Ντέπυ Κορεντίνη
Με ονόμασαν Αγαπητό Αρετή του Ευθυμίου και της Δεσποίνης. Μικρά Ασία δεν είμαι εγώ. Μάκρη Μικράς Ασίας.[..]
-Έχετε μνήμες από την Μάκρη, από την Μικρά Ασία;
Ναι έχω. Είναι παραλία, έχει ωραία θάλασσα και είναι έξι ώρες μακριά από την Ρόδο με καΐκι τότε. Διότι εμείς όταν φύγαμε δεν είχαμε φασαρία με τους Τούρκους, γιατί είχαμε φιλικές σχέσεις και μας άφησαν να πάρουμε ότι θέλουμε μέχρι σκάφη μπορούσαμε να πάρουμε. Με την προϋπόθεση ότι θα γυρνούσαμε πίσω δεν πήραμε τίποτα και τους τα αφήσαμε. Χρυσό δεν επιτρεπόταν να πάρουμε μαζί μας. Και μένα η μανούλα μου είχε βάλει σε κάτι πέδιλα που είχα δύο λίρες, σήκωσε την φόδρα και τα έβαλε από κάτω και έτσι τα πέρασα εγώ.[..]
-Και φύγατε ποτέ από το Λιβίσι;
Με την Καταστροφή το 1922.
Ειρηνικά φύγαμε εμείς. Μπορούσαμε να πάρουμε κουρελούδες, ότι θέλαμε. Αλλά με την προϋπόθεση ότι θα γυρίζαμε δεν πήραμε τίποτα.
-Και όταν φύγατε εσείς από την Μάκρη, περάσατε στην Ρόδο έτσι δεν είναι;
Ναι.
-Και κάτσατε καιρό;
Όχι δεν κάτσαμε στην Ρόδο μεγάλο διάστημα. Είχα μια θεία και είχαμε σχέσεις με κάτι κατοίκους και μας φιλοξένησαν αλλά μετά ήρθε το βαπόρι όπου μπήκαμε μέσα και βγήκαμε μαύροι μετά. Καρβουνιάρικο και μας μετέφερε.
-Και από εκεί φτάσατε στον Πειραιά;
Ναι, ναι
-Περάσατε από καραντίνα πρώτα;
Όχι απευθείας και πήγαμε στο Μοσχάτο και νοικιάσαμε ένα δωμάτιο. Τέσσερις οικογένειες στρωματσάδα κοιμόμασταν στο Μοσχάτο. Πουλάγαμε κούτες τσιγάρα στην εξέδρα του Φαλήρου. Πούλαγα τσιγάρα στα ζευγαράκια, επειδή δεν τρώγανε πάστα. Κι εγώ είχα γλυκαθεί. Η εξέδρα του Φαλήρου, ήταν ένα φαινόμενο.[..]
[..]Δεν έχω χαρτιά. Ούτε φέρανε εκείνοι τα δικά τους χαρτιά. Έχουμε το βιβλιάριο το προσφυγικό που είναι όλη η οικογένεια εκτός από τον αδελφό το μεγάλο. Οι δύο κοπέλες εγώ και η μαμά γιατί μετά ήρθε ο Μιχάλης και μας βρήκε.
-Στην Καισαριανή πότε ήρθατε ακριβώς;
Μήνες. Ούτε έναν χρόνο.
-Και γιατί να πάτε στην Καισαριανή;
Γιατί θα μας δίνανε δωμάτιο να μείνουμε. Με ενοίκιο ήμασταν στο Μοσχάτο. Τέσσερις οικογένειες στο ίδιο δωμάτιο στο Μοσχάτο.
-Όταν ήρθατε τι υπήρχε, τι είδατε στην Καισαριανή;
Μια σειρά από πλινθόκτιστα μόνο. Αλλά χωρίς πατώματα, χωρίς παράθυρα, χωρίς σοβάτισμα. Φαινόταν και το άχυρο που βάζανε.
-Θυμάστε περισσότερο τα σπίτια, έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι. Παράγκες χαμηλά που ήτανε. Τις παράγκες θυμάμαι ζωντανά, και τις παράγκες τις λέγαμε αγορά, και είχε μια μεγάλη παράγκα που ήταν μπακάλικο.
-Ο Άγιος Νικόλας ήταν αποθήκες έτσι;
Ναι , ήταν αποθήκες. Ένα μακρόστενο με κεραμίδια από πάνω, όπως πάμε στα χωριά και βλέπουμε.[..]Δεν έζησα πολύ εδώ, γιατί με βάλανε στον Πειραιά, δούλευε ο αδελφός μου και πήγα εκεί πέρα. Εκεί κοιμόμουν. Καλύτερα στην Δραπετσώνα παρά στην Καισαριανή. Όταν άνοιξαν τα σχολεία το 1927 πήγα να μάθω γράμματα. Μια φωτογραφία που έχω με τον Σοφοκλέους ήταν το 1927.
-Βρήκατε κι άλλους συμπατριώτες σας;
Όχι οι Μακρινοί πήγαν στην Νέα Μάκρη, τους δώσανε οικόπεδα κλπ. Εμείς δεν είχαμε αναμιχθεί καθόλου και μείναμε εδώ στην Καισαριανή. Η πληθώρα πήγε εκεί πέρα. Τους δώσανε την Ανάβυσσο στην Φώκαια, γιατί είχα έναν φίλο και πήγαινα τακτικά, και στον Ωρωπό έδωσαν. Από το 1927 έως το 1935 που πήγα στρατιώτης δούλευα στο Πολύγωνο. Το 1927 άφησα το σχολείο, ήταν δύο χρόνια μόνο. Δεν ήμουν κάτοικος Καισαριανής. Το 1927 πήγα στο Πολύγωνο. Ήμουν στην Δραπετσώνα και μετά η πατρίδα μου ήταν το Πολύγωνο. Γύριζα Κυριακή βράδυ ή Δευτέρα πρωί.
-Στο Πολύγωνο τι κόσμο είχε;
Πρόσφυγες. Και το 1935 υπηρετώ στρατιώτης και το 1937 Γενάρη απολύομαι με έναν μήνα άδεια, και αμέσως βάζω μπρος και κάνω το μπακάλικο αυτό.
-Το 1935 τι περίοδος ήταν; Τι γεγονότα είχαν γίνει αυτή την περίοδο;
Στο στρατιωτικό είχα δύο πηλίκια, ένα με την κορώνα και ένα της αμύνης. Εγώ παρουσιάστηκα στο 35ο ,στην Κηφισίας, αλλά επειδή είχε πληθώρα κληρωτών, μας στείλανε στη Χαλκίδα, στο 7ο Χαλκίδος και εκεί ήμουν βοηθός γραμματέα και με παίρνει αυτό το παιδί, να ναι καλά, με απόσπαση και πάμε στο Τάγμα Ρηγίλλης με διοικητή τον Βραχνό Βασίλειο, εκεί ο υπασπιστής ήταν χρυσάφι άνθρωπος. Στη Ρηγίλλης ήταν, μόλις παίρνουμε την στροφή. Δίπλα στην λέσχη των αξιωματικών. Στο κάτω μέρος. Ένα άρμα είχε μέσα και καλείτο Τάγμα Αρμάτων.
-Ήταν κι άλλοι Καισαριανιώτες μαζί που ήσασταν στο στρατό;
Όχι εγώ πήρα απόσπαση από την Χαλκίδα στο Τάγμα, χάρη σε ένα φίλο μου, που αυτός ήταν εγγράμματος διότι όλοι αυτοί, είχαν μαζέψει όλους τους εξ αναβολής. Στη λεωφόρο Κηφισίας που δεν είχε χώρο μας στείλανε όλους αυτούς. Τους πήρε όλους, ο ένας βοηθητικός, είχε κάτι κρεατάκια στην μύτη, επιστήμονες όλοι και με ψευτιές, ενώ εγώ ήμουν πραγματικός βοηθητικός από πλατυποδία άσχετα αν στα Δεκεμβριανά έφτασα μέχρι τα Φάρσαλα με τα πόδια.
-Το 1936 που έγινε η δικτατορία Μεταξά, θυμάστε να συγκεντρώνεστε σε τίποτα στρατόπεδα;
Όχι τίποτα.
Όταν έγινα το 1937 επαγγελματίας είχαν αλλάξει τα πράγματα.[..]
[..]Όλοι δουλεύαμε, είχαμε κοινό ταμείο.
-Η Ε.Α.Π ήταν;
Ναι, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Πληρώναμε και παίρναμε αποδείξεις.
-Αυτό δεν σας το δώσανε σαν προσφυγική αποζημίωση;
Τι να σου πω. Εγώ ξέρω ότι πληρώναμε.
-Φαίνεται δεν δικαιούστε εσείς επειδή είστε από την Μάκρη;
Όχι .
-Δεν σας δώσανε ομολογίες;
Εμάς όχι. Αυτοί που τα καταφέρανε καλά ήταν οι Βουρλιώτες. Είχαν οργάνωση καλή. Οι περισσότεροι ήταν Βουρλιώτες στο εμπόριο.
-Κι αυτή η τριετία από το 1937 ως το 1940 πώς πέρασε εδώ; Τι γινόταν ας πούμε; Ο κόσμος ψώνιζε;
Είχαμε τις διανομές. Με το δελτίο που δίναμε τα τρόφιμα στην Κατοχή.
..Είχα παρουσιάσει ένα καλό μαγαζί. Το αριστερό ρολό, γιατί ήταν ρολά τότε, έκανα ντουλάπα και στα φύλλα της ντουλάπας έβαζα καθρέφτες. Και εδώ από κάτω είχα βάλει τασάκια γιατί τότε πωλούσαμε και πετρέλαιο χύμα. Στο δε υπόγειο του μαγαζιού, είχα βάλει σωλήνες και κάτι αντλίες που πάνε δεξιά κι αριστερά, αν έχεις υπόψη σου, τέτοιες λοιπόν. Γέμιζα τα δοχεία αυτά, χωρίς να βλέπεις τίποτα εσύ.
-Το self-service πως σας ήρθε; Σας το είπανε;
Πρωτοτυπία ήτανε. Στο Κέντρο, η Αθήνα είχε. Οι φωτεινές επιγραφές δεν είχε. Εγώ την έβαλα πρώτη.
-Και ο κόσμος αγόραζε με βερεσέ;
Όχι, όχι. Υπήρχαν κι άνθρωποι που δίνανε cash. Αλλά ήμουν κι άνθρωπος που δάνειζα.
-Θυμάστε πως ξεκίνησε η Κατοχή; Αν ήρθαν οι Γερμανοί εδώ; Τι ακριβώς έγινε;
Εγώ με τους Γερμανούς δεν είχα παράπονο, είχαμε τους δικούς μας τους τσολιάδες. Σηκώνω το ρολό, δεν είχα να τηλεφωνήσω μου κόψανε το τηλέφωνο. Εγώ είμαι επαγγελματίας, τι δουλειά έχω εγώ με τα αναρχικά στοιχεία; Περιδρομιάζανε ότι είχα στο μαγαζί λίγο ουζάκι λίγο παστουρμαδάκι. Σα φεύγανε, γιατί κάνανε ντου εδώ μέσα.
-Εσείς προλαβαίνατε κατεβάζατε τον ρολό, κλειδωνόσασταν μέσα.
Ε ναι για προστασία, ότι μπορούσα έκανα.
-Εσείς όταν έγινε ο πόλεμος είχατε αποθέματα στο μαγαζί;
Τίποτα, δεν είχαμε αποθέματα. Που να τα βρίσκαμε; Ξεπουλήσαμε. Μόνο κρατούσαμε κιβώτια γάλα Βλάχας για τα παιδιά και πάλι τα μοιραζόμασταν με φιλικές οικογένειες δεν τα κρατήσαμε για εμάς.
-Υπήρχαν μαυραγορίτες;
Πληθώρα.
-Και οι συνάδελφοί σας οι καταστηματάρχες ήταν μαυραγορίτες;
Όχι άσχετοι. Ήμασταν σαράντα δύο συνάδελφοι.
-Και με το δελτίο πως γινότανε στην Κατοχή;
Έρχονταν με τα κουπόνια, έκοβες τα κουπόνια. Ήταν μια οικογένεια οχτώ άτομα, οχτώ μερίδες λοιπόν, οχτώ οκάδες φασόλια κλπ ανάλογα. Δεν είχε τίποτα στην Κατοχή. Μέσα στο μαγαζί δεν έβρισκες εμπόρευμα.
-Δεν είχατε να πουλήσετε κάτι άλλο. Μόνο το δελτίο.
Το δελτίο. Ήταν έντονη η πείνα. Και μερικοί αστυνομικοί σουφρώνανε λαθραία δεκαπέντε δελτία ενώ ήταν τρεις.
-Τα γεγονότα με την Αντίσταση πότε ξεκίνησαν γύρω στο 1943 πρέπει να ξεκινήσανε;
Εγώ θυμάμαι τα λέγανε ντου αυτά οι τσολιάδες, σηκώνανε τα ρολά κλπ
-Ερχόντουσαν πολλοί τσολιάδες, ομάδες;
Και δέκα να είναι, δυο τρεις φορές να ρίξει από μια σφαίρα, είναι τριάντα οπότε ο κόσμος πανικοβάλλεται.
-Αυτών των τσολιάδων η συμπεριφορά ήταν άσχημη; Τι άνθρωποι ήταν αυτοί;
Αυτοί αγαπητέ μου δεν ήταν άνθρωποι, απάνθρωποι ήταν. Θυμάμαι σε ένα ντου, κρατούσα από το χέρι το μικρό το γιο μου, ήταν μωράκι τότε.
-Ε αυτοί στο ντου που τους είχαν μαζεμένους, τον κόσμο; Στη Μεσολογγίου; Που κοντά;
Διάσπαρτα, όχι σε ένα σημείο. Έτυχε εκείνη την στιγμή να είναι στην Μεσολογγίου. Θυμάμαι τους Γερμανούς αυτούς με κάτι πέταλα, Γκεστάπο λεγόταν, Λυκότμημα, άνθρωποι σοβαροί, σοβαρές στολές με συνοδεύσανε μέχρι το σπίτι μου στη Μεσολογγίου 19 που μένω τώρα.
-Πάντως γινόντουσαν μάχες; Υπήρχαν ΕΛΑΣίτες; Ξέρατε κάποιους ΕΛΑΣίτες; Ξέρατε κάποιους που ήταν ανακατεμένοι;
Ναι, ασφαλώς υπήρχαν ΕΛΑΣίτες. Στην δημαρχία υπάρχουν πίνακες με τα παιδιά αυτά.
Στα Δεκεμβριανά για να μην με στείλουν στην Ελ Τάμπα πήγα στα Φάρσαλα με τα πόδια κι από εκεί με στείλανε στην Λάρισα και από τη Λάρισα πάω...
-Εσείς γιατί φοβόσασταν;
Ε για να μην με στείλουν στην Ελ Τάμπα. Μα και να έλεγες εσύ, λέγανε κι αυτός κομμουνιστής, και στην Ικαρία που με στείλανε έλα να υπογράψεις ότι δεν είσαι κομμουνιστής, ε αφού δεν είμαι για να υπογράψω σημαίνει ότι ήμουν, και μου λέει ο διοικητής, δεν θυμάμαι το όνομα του, είναι στην φωτογραφία, ο Θάνος μου λέει Αγαπητέ δεν μπορώ και με τον Κοτζάμπαση πηγαίναμε τα βραδάκια κι ανάβαμε κεράκια. Δεν είπα τίποτα Θάνο. Και με στείλανε στην Ικαρία.
[..]-Και μετά που φτάσατε μέχρι την Καλαμπάκα και πάνω, και μετά ξαναγυρίσατε πίσω με την κεντρική επιτροπή, που όταν ερχόντουσαν τα αυτοκίνητα με τον Ζεύγο και με αυτούς έτσι;
Το άρμα μάχης μπροστά και πίσω, και στην μέση εμείς και όταν ήρθαμε εδώ στο Δαφνί αφήσαμε τον οπλισμό όσοι είχαμε οπλισμό, και γυρίσαμε στην βάση μας.
-Μόλις ήρθατε εδώ τι έγινε; Το μαγαζί είχε πάθει φθορές;
Όταν έχεις φύγει από το σπίτι σου, τι περιμένεις;
-Από εκεί και περά ησυχάσατε εσείς δηλαδή άρχισε πάλι η δουλειά, προμηθευτήκατε προϊόντα έτσι δεν είναι; Ξεκίνησε πάλι το μαγαζί, σιγά σιγά. Μετά τα επόμενα χρόνια πως αλλάζει η δουλειά;
…κάνω ένα σούπερ μάρκετ σύγχρονο Σκλαβενίτη ή Βασιλόπουλο.
-Ήταν το πρώτο σούπερ μάρκετ που άνοιξε στην Καισαριανή;
Ναι, Αγαπητός Αρετής σακούλες που δίνει τώρα το Ατλάντικ γράφανε Αγαπητός. -Να πάμε λίγο πιο πριν, όταν επιστρέψατε πίσω σας πήγανε στην Ικαρία;
Ναι, το 1947. Το 1947 αποκαλείται ανθρωπομάζεμα του Ζέρβα. Πάμε στην Ικαρία και σε 4 μήνες σε έξι μήνες δεν θυμάμαι ακριβώς έρχεται μια ψευτοεπιτροπή μας έβαλε εκεί όλους.
-Και επιστρέφετε πάλι από την Ικαρία και αρχίζει πάλι. Οι δουλειές πότε άρχισαν να ανεβαίνουν; Ο κόσμος ήταν στριμωγμένος το 1947-1948;
Το κάθε ξεκίνημα θέλει υπομονή. Λοιπόν μου άρεσε να έχω προϊόντα που δεν είχαν οι συνάδελφοι. Είχα γατοτροφές που δεν είχαν οι άλλοι, είχα μια βιτρίνα και είχε ηλεκτρισμό και ζεσταίνονταν οι ξηροί καρποί, την είχα γεμίσει άσχετα με το ζέσταμα τους ξηρούς καρπούς, διαβητικά από καραμέλα.
Και ο κόσμος πότε άρχιζε να αλλάζει στην Καισαριανή σιγά σιγά, να βλέπετε να αλλάζουν τα πράγματα, να αλλάζουν οι άνθρωποι;
Η Καισαριανή ήτανε, είχε από όλους, είχε απ όλα τα στρώματα. Και αριστοκράτες και φτωχούς, και ξύπνιους και βλάκες. Λοιπόν όταν παρουσιάζεις ένα μαγαζί σύγχρονο εσύ ο άλλος σε εκτιμάει. Εγώ κρίση δεν έβλεπα διότι περισσότερο εγώ είχα να κάνω με ανθρώπους όχι πολύ φτωχούς, όχι πολύ πεινασμένους σπάνια ερχόταν να σου πει ένας άνδρας ή μια γυναίκα Κύριε Αγαπητέ ξέρεις.., ήταν λίγοι αυτοί. Ο παπά Δημήτρης-ήταν προγενέστερα- ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στον άμβωνα κι λέει μην πηγαίνετε να ψωνίσετε στον Αγαπητό διότι έγινε μάρτυς του Ιεχωβά. Αλλά έλα που η δουλειά αντί να στερέψει μεγάλωσε. Διότι εγώ είχα σφραγίδα του ΟΤΕ.[..]