Mobile menu
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show

Εγκατάσταση μεσοπόλεμος

ΙΙ. ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 

Η Καισαριανή γεννήθηκε μέσα από τις φλόγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Από την άνοιξη του 1923, με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης Πλαστήρα-Κονδύλη που είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας, πρόσφυγες που έφταναν σταδιακά από τα παράλια της Μικράς Ασίας άρχισαν να εγκαθίστανται πρόχειρα και τμηματικά σε κωνικές σκηνές του στρατού στην ανατολική πλευρά του κέντρου της Αθήνας, κοντά στο Nοσοκομείο Λοιμωδών Nοσημάτων Συγγρού. Ο βασικός τόπος προέλευσης των ξεριζωμένων ήταν τα Βουρλά, δευτερευόντως τα χωριά της ευρύτερης χερσονήσου της Ερυθραίας, όπως το Σιβρισάρι, ο Τσεσμές και τα Αλάτσατα, χωριά της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης, όπως ο Βουτζάς, το Σεβδίκιοϊ και ο Κουκλουτζάς, αργότερα προστέθηκαν κάποιοι Κωνσταντινουπολίτες και ελάχιστοι Πόντιοι.

Ένας από τους πρώτους οικιστές της Καισαριανής ήταν και ο νεαρός Παναγιώτης Σταμπούλος που ταξίδεψε «σκαστός από την πούντα της Σμύρνης» και πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα στις 25 Μαΐου 1923. Όπως σημείωσε ο ίδιος στις πολύτιμες γραπτές αναμνήσεις του:

«Πρωτοπάτησα εις την προβλήτα της Τρούμπας του Πειραιώς. Ήταν ημέρα απογνώσεως και απελπισίας για μένα. Λίγο αργότερα βρέθηκα εις έναν σταύλο του Μοσχάτου, βρήκα σκελετωμένη τη γιαγιά μου Δεσποινιώ, ανάμεσα σε ράκη και βόδια. Αυτή με κόπο με συνόδεψε μέχρι τον ηλεκτρικό σταθμό του Μοσχάτου, από εκεί εις το Μοναστηράκι και συνέχεια ρωτώντας βρεθήκαμε εις την πλατεία των Παλιών Ανακτόρων. Εκεί, κάτω από την μαγιάτικη λάβα και τις πιπεριές, λίγα άτομα ξαπλωμένα, μικρά παιδιά, κορίτσια, δυο-τρεις μητέρες, ανάμεσα σε μπαγκάζια από παλιοκούρελα, περίμεναν άστεγοι και πεινασμένοι την τύχη τους από κάπου...»

.Η επανασύνδεση των αποκομμένων Βουρλιωτών έγινε τυχαία, σποραδικά και πολλές φορές χάρη σε ατομικές πρωτοβουλίες, όπως αυτές του ενός παρασημοφορημένου Βουρλιώτη αξιωματικού του στρατού. Ο υπολοχαγός Νικόλαος Βαρκατζής ή «Βαρκάτζας» συγκέντρωνε αποκομμένους Βουρλιώτες πρόσφυγες που περιφέρονταν στους δρόμους της Αθήνας αναζητώντας συγγενείς και φίλους, και τους συγκέντρωνε άρον-άρον στον «Καταυλισμό» ή «Συνοικισμό Συγγρού», όπως είχε βαφτιστεί ανεπίσημα η τοποθεσία της βιαστικής εγκατάστασης. Ο σκοπός ήταν πρακτικός, καθώς αρκετές γυναίκες υπέφεραν από λοιμώδη νοσήματα μετά από βιασμούς που είχαν υποστεί από Τούρκους. Όταν η Καισαριανή εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης, τον Ιούλιο του 1923, κατείχε έκταση 231 στρεμμάτων. Εδώ θα ξεκινούσε από το μηδέν μια καινούρια ζωή.

Οι παράγκες της Καισαριανής. Σε αντίθεση με άλλες συνοικίες, όπως ο Βύρωνας, η Καισαριανή στερούνταν κεντρικού σχεδιασμού. Η πρώτη οικιστική φάση της πόλης ξεκινά ουσιαστικά αρκετούς μήνες μετά την εγκατάσταση και διαρκεί ως το 1935. Το Μάιο του 1923 ξεκίνησε η κατασκευή 500 ξύλινων παραπηγμάτων και 1.000 πλινθόκτιστων δωματίων. Η κατασκευή ήταν προσαρμοσμένη σ' αυτή των τετραγώνων.

Συγκεκριμένα, κάθε 10 ή 12 σπίτια αποτελούσαν ένα τετράγωνο. Στο κέντρο κάθε τετραγώνου, που ήταν ένα είδος αυλείου χώρου, βρίσκονταν τα (κοινά) αποχωρητήρια ή «χρειές». Τα πλινθόκτιστα, ήταν ο βασικός τρόπος κατασκευής οικιών για τους πρόσφυγες, καθώς οι πλίνθινες κατασκευές ήταν ατελείς και ευνοούσαν ατομικές επεμβάσεις των χρηστών. Τον πρώτο καιρό, οι ελλείψεις ήταν δραματικές και τα έργα προχωρούσαν με τόσο αργούς ρυθμούς που οι κάτοικοι αναγκάζονταν να «παρανομούν», προκειμένου να στεγάσουν τις οικογένειές τους. Το παρακάτω απόσπασμα από το ημερολόγιο του Παναγιώτη Σταμπούλου είναι χαρακτηριστικό:

«Οι πρόσφυγες σκηνίτες του Καταυλισμού Συγγρού, το Πάσχα του 1924, διέρρηξαν μια αποθήκη του υγειονομικού υλικού του στρατού και τη μετέτρεψαν σε εκκλησία και την Μεγάλη Παρασκευή λειτούργησαν εν ονόματι του Αγίου Νικολάου με πρώτον ιερέα τον Παπαμιχάλη. Ο Σταμπούλος συνελήφθη ως πρωταίτιος για την διάρρηξη και φυλακίσθη».Παράλληλα με τον τύπο της απλής προσφυγικής κατοικίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’20 κτίζονται και διώροφες προσφυγικές πολυκατοικίες, με παρόμοια διάταξη μέσα στο τετράγωνο, κατά μήκος του παλιού στρατιωτικού δρόμου στον οποίον θα αναπτυχθεί αργότερα η συνοικία, μέχρι το ύψος της πλατείας και κατόπιν μέχρι το δημοτικό σχολείο Βενιζέλου, ενώ αργότερα, κατασκευάστηκαν και τριώροφες πολυκατοικίες.Ο ταξικός χαρακτήρας της Καισαριανής προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα. Το 1928 ο συνοικισμός είχε 15.357 κατοίκους, σχεδόν στο σύνολό τους φτωχοί βιοπαλαιστές. Την ίδια εποχή, το 41,6% του επαγγελματικά ενεργού πληθυσμού της συνοικίας καταγραφόταν ως «χειρώνακτες», δηλαδή ανειδίκευτοι εργάτες. Εκτός από όσους εργάζονταν στο λιμάνι του Πειραιά ως λιμενεργάτες, η πλειοψηφία ήταν τεχνίτες, φορτοεκφορτωτές και κυρίως μικροπωλητές –μια από τις συνηθέστερες επαγγελματικές κατηγορίες. Η προβληματική οικιστική εγκατάσταση και το καθεστώς κυριότητας των σπιτιών στάθηκε αφορμή για πολυετείς συγκρούσεις των Καισαριανιωτών με το κράτος. Αρχικά, όλες οι κατοικίες χτίζονταν από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) και παραχωρούνταν δωρεάν, ως μέτρο κοινωνικής πρόνοιας σε ανθρώπους που προφανώς δεν είχαν οικονομική δύναμη. Τα δεδομένα άλλαξαν το καλοκαίρι του 1925, όταν η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) απόκτησε την κυριότητα του Ταμείου και ανάγκασε τους πρόσφυγες να καταβάλουν υποχρεωτικά ενοίκιο ή να αγοράσουν τα οικήματα στα οποία διέμεναν. Η απόφαση συνάντησε την οργισμένη αντίδραση του προσφυγικού κόσμου. Προσφυγικοί σύλλογοι της Αθήνας, κυρίως στη Νέα Ιωνία, τον Βύρωνα και την Καισαριανή, πήραν απόφαση να καταλάβουν βίαια τα οικήματα με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 1925 να ξεσπάσουν βίαιες συγκρούσεις στο συνοικισμό. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι Καισαριανιώτες θα εκφράζουν πολύ συχνά διαμαρτυρίες για την κατάσταση στην οποία ζούσαν, με πολύ πιο έντονο τρόπο από τους υπόλοιπους πρόσφυγες.Στις ίδιες αυτές τις παράγκες μεγάλωσε και μια μεγάλη φυσιογνωμία του ελληνικού τραγουδιού, η Δόμνα Σαμίου: «Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε Μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ήρθε μόνη της εδώ με διάφορους πατριώτες και γνωστούς. Έφυγε από το χωριό, το Μπαϊντίρι, πήγε στη Σμύρνη, απ’ ό,τι μου έλεγε, κρυβόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, μετά έπιασε φωτιά [...] Ερχόμενος ο πατέρας μου αιχμάλωτος από τη Μικρά Ασία, τους βγάλανε στον Πειραιά με το καράβι και άρχισε ο καημένος να ρωτάει πού υπάρχουνε Μπαϊντιριανές. Βρήκε μια συγχωριανή της μάνας μου, τον πήρε και τον οδήγησε και τον έφερε στην Καισαριανή [...] Απ’ ό,τι θυμάμαι, από μικρό παιδάκι εκεί στην Καισαριανή μέναμε σε παράγκα. Κι όχι μόνο εμείς, ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων της Μικράς Ασίας που τους εγκαταστήσανε στην Καισαριανή, από ένα σημείο και κάτω μας είχανε κάνει παράγκες. Δηλαδή, ένα δωμάτιο, μια παράγκα, είχανε δώσει στην κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων. Ομολογώ διαστάσεις δεν θυμάμαι, τέσσερα επί τέσσερα, τρία επί τέσσερα, δεν ξέρω, ήμουνα παιδάκι. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ήτανε ένα δωμάτιο. Ήτανε οι παράγκες η μια πλάι στην άλλη και αν θυμούμαι καλά ήταν η δική μας, της θείας Ελενίτσας πλάι, μετά της κυρα-Βαγγελιώς, μετά της Μαρίας, μετά της κυρίας Αρχοντούλας και μετά της κυρίας Ολυμπίας, άρα ήτανε έξι οι παράγκες από τη μια πλευρά και έξι αντίστοιχα από την άλλη, την πίσω πλευρά. Μας χώριζε μια μεσοτοιχία από ξύλο, από τάβλες. Αν ροχάλιζε ο πίσω ή διαγώνια ο άλλος ο γείτονας, εμείς ακούγαμε το ροχαλητό και οτιδήποτε άλλους κρότους, σίγουρα τους ακούγαμε [...] Πλάι στην παράγκα ο πατέρας μου είχε κάνει μια κουζινίτσα από γκαζοντενεκέδες. Είχε ανοίξει γκαζοντενεκέδες και είχε φτιάξει απέξω μια κουζινούλα ώστε να μπορεί η μητέρα μου να μαγειρεύει, τρώγαμε εκεί σαν τραπεζαρία. Εκεί είχε μια σκάφη και κάθε Σάββατο μας έπλενε, μας έκανε μπουγάδα όλους, από τον πατέρα μου, μέχρι την αδελφή μου και μένα. Είχε ένα βαρέλι μεγάλο μες στην κουζίνα όπου μάζευε βρόχινο νερό, γιατί με το βρόχινο νερό καθαρίζανε τα μαλλιά καλύτερα».Ο ευπρεπισμός των σπιτιών και η φροντίδα της μικρής αυλής ήταν βασικό μέλημα των κατοίκων του φτωχού συνοικισμού. Στις παράγκες ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος που ζούσε με μεγάλες στερήσεις, αναζητώντας συνεχώς τρόπους να ομορφαίνει την δύσκολη καθημερινότητά του. Αυτό εξηγεί την έντονη νοσταλγική διάθεση που χρωματίζει όλες τις μαρτυρίες των παλιών Καισαριανωτών για εκείνη την φτωχική αλλά αυθεντικά όμορφη εποχή που εξαφανίστηκε στη σκιά της μεγαλούπολης. Μισό αιώνα αργότερα, ο Γιάννης Κουβάς κατέγραφε με συγκίνηση τις εικόνες των παιδικών του χρόνων «Αρκετά μεγάλες οι αυλές τότες, πλακοστρωμένες ή όχι, ήτανε καθεμιά κι ένας παράδεισος. Περβολάκια και παρτεράκια ολόγυρα με λογής-λογής λουλούδια, από γιασεμί και σκυλάκια, μέχρι χρυσάνθεμα, μέχρι γαζίες (βοηθούσαν οι γείτονοι ο ένας τον άλλο και πλούτιζαν τους κήπους τους με λουλούδια και μεταφύτευαν από τη μια μεριά στην άλλη) και ξέχωρα αυτά που είναι φυτεμένα στις γλάστρες. Σ’ όλες σχεδόν τις αυλές, υπήρχανε λογιώ-λογιώ κληματαριές που σα φουντώνανε, σκιάζανε το πιότερο μέρος και δεν κοτούσε να μπει λιάχτιδο. Φυτεύανε όμως και διάφορα δέντρα. Μουριές, τζιτζιφιές, αμυγδαλιές (που τις ρημάζανε τα μικρά, σαν ήτανε τα φρέσκα ακόμα, τα τσάγαλα), δεντρολίβανο, ακόμα και απίγανο». ΙΙΙ. ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ Για πολλά χρόνια, η Καισαριανή είχε αφεθεί στην τύχη της. Η οικοδόμηση του συνοικισμού ήταν αποσπασματική και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό. Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε είναι το άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις (14 Σεπτεμβρίου 1929), με αφορμή την επίσκεψη του Δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη στο συνοικισμό: «Ο Δήμαρχος διεπίστωσε δε ότι η κατάστασις, υπό την οποίαν διαβιούν οι κάτοικοι τούτου του οικισμού, είναι αυτόχρημα τραγική. Το νερό, το οποίο διανέμεται εις τους κατοίκους, ανήρχετο μέχρι προ ολίγου καιρού εις 10 μόνο κυβικά μέτρα, τελευταίως δε ήρχισεν και αυτό να καταλίσκεται από τους εργολάβους, οι οποίοι κτίζουν νέας οικοδομάς. Τραγικώτερον, όμως παρουσιάζεται το ζήτημα των αποχωρητηρίων του συνοικισμού, τα οποία είναι ξύλινες παράγκες με ξύλινα πατώματα, κάτωθι των οποίων υπάρχουν ανοικτοί βόθροι. Αι εστίαι αυταί ακαθαρσίας όχι μόνον μολύνουν με τα αναθυμιάσεις των ολόκληρον τον συνοικισμόν, αλλά και αποτελούν παγίδας διά τους εισερχομένους εντός αυτών, λόγω του σαθρού των πατωμάτων. Τα περισσεύματα δε των βόθρων, μη έχοντα άλλοθεν διέξοδον εκχύνονται εις τας οδούς».Η ύδρευση ήταν ένα από τα βασικότερα προβλήματα. Τα πρώτα χρόνια οι Καισαριανιώτες έπαιρναν νερό από το λεγόμενο «Βρυσάκι», μια βρύση επί της σημερινής οδού Φορμίωνος, στο ύψος του ξενοδοχείου Κάραβελ, από όπου μεταφέρανε το νερό με δοχεία. Η ονομασία της περιοχής διατηρήθηκε ως «Βρυσάκι». Λίγο μακρύτερα, στον χώρο πίσω από το Χίλτον, είχε τοποθετηθεί μια τρόμπα η οποία έστελνε νερό σ' ένα ντεπόζιτο που βρισκόταν στην οδό «Δύο αδέλφια» (σημερινή Μ. Καραολή) του συνοικισμού. Στα 1929-1930, τοποθετήθηκαν κάποιες βρύσες σε δημόσιους χώρους και σε ελάχιστα σπίτια.Ο απότομος διπλασιασμός του πληθυσμού της Αθήνας και του Πειραιά προκάλεσε κολοσσιαία προβλήματα. Στις προσφυγικές συνοικίες δε μπορούσε να γίνει λόγος για έργα υποδομής, ρυμοτομικό σχέδιο ή συγκοινωνιακές γραμμές. Η Καισαριανή ήταν εκτεθειμένη σε χιλιάδες προβλήματα που δυσκόλευαν την καθημερινότητα των κατοίκων της. Χαρακτηριστικό της άθλιας κατάστασης που επικρατούσε είναι ένα άρθρο της εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος που δημοσιεύθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1927. «Με την παραμικρή βροχή η Λεωφόρος Υμηττού, από του τέρματος του τραμ 12 μέχρι του συνοικισμού Καισαριανής, γίνεται τελείως αδιάβατος». Στις 4 Δεκεμβρίου 1927, η ίδια εφημερίδα έγραφε: «οι δρόμοι Ευτυχίδου, Χρεμωνίδου και η κατ' ευφημισμόν Λεωφόρος Υμηττού γίνονται αδιάβατοι, όταν βρέχει, γεμάτοι λάσπες και λακκούβες. Επίσης, η είδηση ότι η τροχιοδρομική γραμμή Παγκρατίου θα επεκταθεί μέχρι των συνοικισμών Βύρωνος και Καισαριανής, χαροποίησε τους ενδιαφερομένους και, κυρίως, τους Καισαριανιώτες που στερούνται ομολογουμένως». Τέλος, ένα άλλο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας στις 26 Οκτωβρίου 1930 μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι Καισαριανής - Υμηττού διαμαρτυρήθηκαν στο Υπουργείο Συγκοινωνίας για την άθλια συγκοινωνία στους οικισμούς τους και ζήτησαν αυτοκίνητα από την εταιρεία «Πάουερ» προκειμένου να εξυπηρετηθεί πληθυσμός 40.000 συνολικά ανθρώπων.Mετά από έντονες προσπάθειες πρωτολειτούργησε στα 1924-1925 το πρώτο σχολείο, που είναι σήμερα γνωστό ως «παλιά σχολεία». Επρόκειτο για ένα πλινθόκτιστο κτίριο κοντά στο Ρέμα του Ηριδανού και έμοιαζε περισσότερο με παράγκα παρά με εκπαιδευτήριο. Λόγω των ακαταλληλότητας, το αίτημα για ίδρυση νέου σχολικού συγκροτήματος ήταν πιεστικό και παρότι οι διαδικασίες είχαν ολοκληρωθεί σχετικά σύντομα, τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν μόλις το 1929. Αντίθετα με το σχολείο του Βύρωνα που, αν και διέθετε το μισό πληθυσμό της Καισαριανής, στέγαζε 1.300 μαθητές, το σχολείο ήταν δυναμικότητας 1000 μαθητών και ονομάστηκε «Σχολείο Βενιζέλου» σε αναγνώριση της συζύγου του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, Έλενας, η οποία ανέλαβε εξολοκλήρου τα έξοδα της ανέγερσης. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το σχολείο που ιδρύθηκε στην Καισαριανή και εξυπηρετούσε άτομα με ειδικές ανάγκες. Είναι το σημερινό Eιδικό Πειραματικό Eιδικό Σχολείο, το πρώτο στο είδος του που λειτούργησε στην Ελλάδα και εξακολουθεί ως τις μέρες μας την σημαντική λειτουργία του.Οι διασκεδάσεις και η συλλογικότητα δεν έλειψαν ποτέ. Όπως προαναφέρθηκε, οι εγκατεστημένοι στην Καισαριανή Μικρασιάτες πρόσφυγες ήταν δραστήριοι άνθρωποι που δεν κάμπτονταν εύκολα από τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Το επίσημο γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν στην κάτω πλευρά του Σκοπευτηρίου και το ονόμαζαν "Κόροιβο" ενώ τα δοκάρια ήταν, συνήθως πέτρες. Από το 1924, κι ενώ οι πρόσφυγες αγωνίζονταν για την επιβίωση, εμφανίζονται οι πρώτοι ανεξάρτητοι σύλλογοι με ονομασίες, όπως: "Τίγρης", "Ανίκητος", "Αρμενική Ένωσις", "Ηρακλής" κ.ά. Ο πρώτος αθλητικός σύλλογος, που ιδρύθηκε επίσημα στην Καισαριανή, το 1927, από τη Φιλανθρωπική Αμερικανική Οργάνωση Near-East Relief, ήταν ο αθλητικός όμιλος με την ίδια επωνυμία Near-East. Την αξιόλογη αθλητική δραστηριότητα της Καισαριανής βοήθησε σημαντικά η δημιουργία του "Δημοσίου Πρότυπου Παιδικού Γυμναστηρίου"γνωστού ως Near EastΊδρυση του Δήμου Καισαριανής (1934)Με το ΦΕΚ.... του 1934, η Καισαριανή, όπως και άλλες προσφυγικές συνοικίες (Κοκκινιά, ) αποσπάται από το Δήμο Αθηναίων και γίνεται ξεχωριστός δήμος. Το 1934 υπήρχαν 2.700 εγγεγραμμένοι, εκ των οποίων οι 1.000 Βουρλιώτες. Σύμφωνα με την αφήγηση του πρώην δημάρχου Θεμιστοκλή Καρακάση (1994), στις πρώτες «υποψήφιοι για το δημαρχιακό αξίωμα ήταν ο Γεώργιος Κυπραίος ή Σούλιος απ' τα Βουρλά, που είχε ένα κάρο και έκανε μεταφορές, ο Θεμιστοκλής Καρακάσης από τη Μαγνησία, που υποστηρίχτηκε από τους Λαϊκούς του Τσαλδάρη, ο Μπαλής ή Βαλής Νίκος τυπογράφος απ' τα Βουρλά, ο Ταμπάκης, ένας καλοκάγαθος μπακάλης και ακόμα, ο Γεωρ. Αρίστου, ο Χρ. Παπαγιάννης και ο Δημ. Μπατάγιας». Ο Καρακάσης συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους (771), ακολούθησαν ο Σούλιος (600) κι ο Μπαλής (380). Επειδή κανείς δε συγκέντρωσε το 40%, που ήταν η βάση, οι εκλογές επαναλήφθηκαν την 1η Απριλίου του 1934 ανάμεσα στους δύο πρώτους (και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, αφού έξω απ' τα εκλογικά τμήματα υπήρχαν ιππείς για την τήρηση της τάξης). Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν ισόπαλο (Καρακάσης 1.021, Κυπραίος 1042) και χρειάστηκε προσφυγή στο εφετείο, για να ανακηρυχτεί τελικά νικητής ο Γεώργιος Κυπραίος - Σούλιος.Οι πρώτες συνεδριάσεις είναι αποκαλυπτικές μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Όταν ξεπεράστηκαν τα πρωτογενή ζητήματα οργάνωσης, στελέχωσης και στέγασης της δημαρχιακής αρχής, τέθηκαν αμέσως επί τάπητος όλες οι επιτακτικές ανάγκες του συνοικισμού ο οποίος έπρεπε κυριολεκτικά να αναγεννηθεί: ρυμοτομία, ύδρευση, φωτισμός, νοσοκομείο, νεκροταφείο, κάλυψη ακάλυπτων ρεμάτων και κτηματολόγιο. Πιεστικό αίτημα ήταν η κατασκευή κρουνών στις γωνιές των δρόμων, για την καλύτερη ύδρευση των κατοίκων. Όσον αφορά τη ρυμοτομία, αποφασίστηκε η κατασκευή κρασπέδων και ρείθρων (75 δρχ. για κάθε γωνιακό και 50 δρχ. για κάθε μη γωνιακό σπίτι), η καλύτερη χάραξη των δρόμων με βασικότερη τη διάνοιξη της κεντρικής λεωφόρου και την επέκταση της λεωφορειακής γραμμής μέχρι «Κόλλια», για να τονωθεί η κίνηση προς τις αρχαιότητες της Καισαριανής. Ο δήμος πέτυχε να υπογράψει συμφωνία με την Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς για τον ηλεκτροφωτισμό της κεντρικής λεωφόρου, ενώ εγκρίθηκαν επίσης η μελέτη ανέγερσης δημοτικής αγοράς και δημοτικού νεκροταφείου, συστηματοποιήθηκε το κατάβρεγμα των (χωμάτινων) δρόμων και διατέθηκε ένα μικρό ποσό (40.000 δρχ.) για την επισκευή των οδών δεξιά της λεωφόρου. Ένα χρόνο αργότερα ξεκίνησαν τα πρώτα έργα αποχέτευσης και ασφαλτόστρωσης. Η κεντρική λεωφόρος ασφαλτοστρώθηκε αρχικά μέχρι την πλατεία Αναγέννησης, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενώ οι βασικότεροι δρόμοι του συνοικισμού έπρεπε να περιμένουν ως τη δεκαετία του ’50 για να ασφαλτοστρωθούν.Όλες οι πρωτοβουλίες ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Τα οικονομικά του δήμου ήταν πενιχρά και οι ανάγκες για κοινωνική πρόνοια τεράστιες. Μεγάλα ποσά έπρεπε να δαπανώνται ετησίως για την περίθαλψη, τη στέγαση και την ανακούφιση χιλιάδων απόρων δημοτών. Ο ελλειμματικός προυπολογισμός έπρεπε να ενισχύεται σταθερά με ειδικά κονδύλια που αφορούσαν προσλήψεις γιατρών στα δημόσια θεραπευτήρια, την τοποθέτηση πισσόχαρτου στα παραπήγματα που υπέφεραν από τα νερά της βροχής, φάρμακα για απόρους ασθενείς, μέχρι παπούτσια για τους φτωχούς μαθητές. Η πολιτική και οικονομική αστάθεια της δεκαετίας του ‘30 σε συνδυασμό με την τραγική οικονομική κατάσταση του δήμου τροφοδοτούσε την κοινωνική αναταραχή στους Καισαριανιώτες. Από το 1936 σημειώνονται μαζικές διαμαρτυρίες εναντίον της δημοτικής αρχής αλλά και της εκάστοτε κυβέρνησης. Τα αιτήματα είναι ενδεικτικά μιας αδιέξοδης κατάστασης: κατάργηση της δημοτικής φορολογίας και των χρεών για τους φτωχούς, απόδοση της αποζημίωσης για τις χαμένες περιουσίες της Μικράς Ασίας και άμεση κατεδάφιση «του αίσχους των παραγκών», ώστε να χτιστούν επιτέλους νέα σπίτια. Δεκαεπτά χρόνια μετά την εγκατάσταση, ο κόσμος ζητούσε τα αυτονόητα: σχολεία, νοσοκομεία, βρεφοκομείο, συσσίτια και δωρεάν νοσηλεία για τους απόρους. Στις αρχές του 1940, ο συνοικισμός ζούσε ακόμα με το φάσμα της πείνας. Ο δήμαρχος Αναστάσιος Στρατηγός ζητά επειγόντως από το ΠΙΚΠΑ τη χορήγηση 150 ημερησίων μερίδων συσσιτίου για τα φτωχά παιδιά, ενώ 500 οκάδες πατάτας διατίθενται για τα μαθητικά συσσίτια.Ο Πόλεμος προκάλεσε περαιτέρω αναστάτωση. Στα ίδια πρακτικά διαβάζουμε πως «λόγω των αρξαμένων εν Ευρώπη πολεμικών γεγονότων και συμφώνως σχετικής εντολής της Διοικήσεως Πρωτευούσης προκύπτει ύψιστη ανάγκη λήψεως επειγόντων μέτρων αμύνης και προστασίας του αμάχου πληθυσμού του Δήμου κατά αεροπορικών τυχόν επιδρομών, διαθέτει 60.000 δρχ. για τα απαραίτητα όργανα και εργαλεία, ως και να αντιμετωπισθούν αι εν γένει δαπάνες της παθητικής αεράμυνας, σκάψιμο ορυγμάτων για 6.000 άτομα, καθώς και προμήθεια διαφόρων αντιαεροπορικών οργάνων και εργαλείων». Ήταν η είσοδος σε μια νέα, σκοτεινή περίοδο. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή θα προκαλούσαν αλυσιδωτά και τεράστιας σημασίας κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα που θα άλλαζαν για πάντα τη ζωή και την ταυτότητα των κατοίκων της Καισαριανής.