Mobile menu
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show
  • VTEM Image Show

Εθνική Αντίσταση

IV. ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1941-1944

ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δίχως  υπερβολή,    η   ιστορία   της  πόλης   είναι   ζυμωμένη   με  τα  γεγονότα  της   Κατοχής.   Λίγες   περιοχές   της  χώρας  - και  ακόμα  λιγότερες   συνοικίες    στην  Αθήνα  - ταυτίστηκαν   τόσο  με  τον   εθνικοαπελευθερωτικό   αγώνα.  Λίγες  περιοχές  προσέφεραν   ομαδικούς   ηρωισμούς    και  θυσίες   στο  βωμό  της   ελευθερίας.  Η   Εθνική  Αντίσταση  στην  Καισαριανή   φυτεύτηκε  από  τα  μέλη  του  ΚΚΕ  που  προσπαθούσαν  να  ανασυγκροτηθούν   από  την   καταδίωξη  της  δικτατορίας  του  Μεταξά.  Πριν  ακόμα  από  τον  πόλεμο  υπήρχαν    στην  Καισαριανή  τρείς  τέτοιοι   πυρήνες.  Επικεφαλής ήταν:

- ο  Θανάσης  Κλάρας,  ο  κατοπινός  Αρης  Βελουχιώτης.
- ο  Γιάννης  Χατζηπαναγιώτου,   ο   μετέπειτα  καπετάν—Θωμάς  στον  ΕΛΑΣ  της  Κεντρικής  Στερεάς.
- ο   Στέλιος   Μακαρώνας.

Μέλη  των  κομματικών πυρήνων  ήταν  οι: 
Στέλιος   Φράγκος, Γιάννης   Ξυδόπουλος, Φάνης   Κωνσταντινίδης, Φωτεινή   Τσάμπαση, Κυριάκος  Αμουργιανός, Θόδωρος  Κουλίτσος – Νικολαίδης, Παναγιώτης   Δουλής , Ελπίδα   Κουρουνιώτη , Νίκος   Θεοδωρίδης   και  άλλοι.

Στις  15  Μάη  1941,   ελάχιστες  μέρες  μετά  την  κάθοδο  των Γερμανών  στην  Αθήνα,  ο   Θανάσης  Κλάρας  μίλησε  ανοιχτά  για  ένοπλο  αγώνα,  σε  μυστική  σύσκεψη   όλων  των  μυημένων  που  αναφέρθηκαν   παραπάνω. Το  Μάιο  του  1942  ο  Θανάσης  Κλάρας  σχημάτισε  την  πρώτη  ομάδα του  ΕΛΑΣ  στη  Στερεά  Ελλάδα.  Μαζί του  ήταν  ο  Καισαριανιώτης  Στέφανος  Τσάφος  που  έμεινε  μαζί  του  μέχρι  το  τέλος,  και  σκοτώθηκε  τον  Απρίλιο   του 1945.

 ΕΘΝΙΚΗ   ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Η  Εθνική     Αλληλεγγύη  αποτέλεσε  ένα  είδος   άτυπου  «Ερυθρού  Σταυρού»,  που  αναλάμβανε   να  συγκεντρώνει  ρούχα  και  τρόφιμα  για  τα  μέλη  του  κόμματος   που  βρίσκονταν  στην  παρανομία.  Η  δράση   της  Ε.Α.  έλαβε  μεγάλες  διαστάσεις   στην  Καισαριανή  εξ    αιτίας  της  μεγάλης  φτώχειας.  Το  δραματικό  χειμώνα  του   1941,  η  Καισαριανή   υπέφερε  ιδιαίτερα   από  το  λιμό.   Οι  πλέον  συνήθεις   εικόνες  για  το  λαό   της  συνοικίας,   ήταν  εκείνες  τις   μέρες  η  αποκομιδή  των   νεκρών,  τα   πρόχειρα  συσσίτια,   και  να  ψάχνουν  οι  πεινασμένοι  τα   σκουπίδια.   Οι   στερήσεις  και οι  διεκδικήσεις   οδήγησαν  το  λαό   της  Καισαριανής   στη  συμπόρευση   με  τους  αγώνες  της  Αριστεράς.

ΙΔΡΥΣΗ    ΤΟΥ    ΕΑΜ - ΕΠΙΡΡΟΗ   ΤΟΥ  ΕΑΜ  ΣΤΗΝ   ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ

Με  την  ίδρυση  του   ΕΑΜ,  σχηματίζεται   και  η   τοπική  επιτροπή   της  Καισαριανής.   Πρώτος   γραμματέας   αναλαμβάνει  μέχρι  το   Δεκέμβριο  του   ‘43   ο  Στέλιος   Φράγκος.   Γραμματέας  της  Ε.Α.  η δραστήρια   Πελαγία  Οικονομίδη,   σύζυγος  του  Πύρρου  Οικονομίδη.   Η  αποδοχή  του  ΕΑΜ    από  το  λαό  της  Καισαριανής,   οδήγησε  στο   σχηματισμό   ενόπλων  τμημάτων   του  ΕΛΑΣ  ηδη   από  τα  μέσα  του  1942.  Μετά  τη  συνθηκολόγηση  της   Ιταλίας,   το  Σεπτέμβριο  του  1943,  ο   ΕΛΑΣ   σχημάτισε  δύο  ομάδες  που  ονομάστηκαν  «λόχοι».  Επικεφαλής  ήταν  οι : Θόδωρος   Κουλίτσος, Λεωνίδας   Σιδέρης, Νίκος   Τζανετής, Τάσος   Τζιράερ. Η  αποστολή  των  δύο  αυτών   ομάδων  ήταν  η    περιφρούρηση  των   ΕΑΜιτών,   αλλά  και  ολόκληρης   της  συνοικίας.   Τα  όπλα  ήταν  ελάχιστα,   τα  πυρομαχικά  σπάνια,   αλλά  αυτοί  οι  λίγοι  και  αφοσιωμένοι   μαχητές    φρόντιζαν    να   αναπνέει  ελεύθερα  η  συνοικία.                                                                     

 Η   Καισαριανή  έγινε   πραγματικό  καταφύγιο   για  τους  αντιστασιακούς   όλης  της  Αθήνας.  Δεκάδες  Καισαριανιώτες  βγήκαν  στο  βουνό   ενώ  στον  τοπικό  ΕΛΑΣ  και  στις  πολιτικές  οργανώσεις  εντάχθηκαν  άνθρωποι  κάθε  ηλικίας,  καθώς  και  αρκετές  κοπέλες,   όπως   Ξένη  Βαρδάκη   και  η  Ευτυχία  Μουρίκη.  Η  ολόπλευρη  υποστήριξη  του  απλού  κόσμου  γίνεται  αντιληπτή  από  συνθήματα  του  τύπου   «Κάναμε  την  παράγκα  κάστρο  και  τον      κασμά  τουφέκι».  Ο   γιατρός   Βασίλης  Λεουτσάκος,  καπετάνιος  λόχου  του  ΕΛΑΣ,  παραθέτει  τη  μαρτυρία  του:

« Οι  άνθρωποι  είχαν  ανοιχτά  τα  σπίτια  τους,   να  σου  προσφέρουνε  στέγη,  φαγητό,  να  πλυθείς,  να  ξεκουραστείς. Δεν  τολμούσε  να  πατήσει  ασφαλίτης  η  ταγματασφαλίτης  πάνω.  Μόνο  με  τους  Γερμανούς  ερχόντουσαν.  Η  συνοικία  υπέφερε  πολύ  από  αυτούς.  Έκλεβαν,  σκότωναν.  Όταν  έγινα  γιατρός,  μετά  την  απελευθέρωση,   μετά  από  χρόνια,  ξαναγύρισα  όλα  τα  σπίτια  που  έφαγα  ένα  πιάτο  φαί,  και  κατά  κάποιο  τρόπο  έβγαλα  την  υποχρέωση  μου.  Πέρασα  όλη  την  κάτω  Καισαριανή,  σε  όλα  τα  σπίτια  που  είχαμε  πάει,  και  έκανα  ότι  μπορούσα  σα  γιατρός.  Γιατί  αυτοί  οι  άνθρωποι σου  φέρονταν  καλύτερα  κι  από  συγγενή  σου  και  δεν το  ξεχνάω  ποτέ.»,                     

 KATOXH   KAI   EΘNIKH  ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ - ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ    ΣΤΗΝ    ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ

Η   Καισαριανή   γίνεται  στόχος   των   Ταγμάτων  Ευζώνων,   αμέσως  μετά   το  σχηματισμό  τους,   από  τους  Γερμανούς   και  την  κατοχική  κυβέρνηση  Ράλλη.   Από  τον   Ιανουάριο  του  1944,  πραγματοποιείται   μια  σειρά  αγρίων  μαχών,  επειδή  τα  τάγματα  ασφαλείας  και  το  μηχανοκίνητο  της  αστυνομίας   επιχειρούν  να   < εκκαθαρίσουν >   τη  συνοικία   από  τους  <  αναρχικούς >. Μεγάλες  μάχες  δόθηκαν  στις   21  Απριλίου  και  στις  16  Ιουνίου   του  44,   όταν  θυσιάστηκε  ομαδικά   μια  δεκαμελής  ομάδα  του  ΕΛΑΣ,  με  επικεφαλής  τον  Αρη   Δαυλάκο  {Απόλλωνα}.

Μέχρι  το   Σεπτέμβριο   του   1944  η  Καισαριανή   δέχθηκε  47   επιδρομές  και  πλήρωσε  τον   ανάλογο   φόρο  αίματος,  πάντα  όμως  ματαίωνε   τα   σχέδια  των   κατακτητών.   Καμία  επιδρομή  στην  Καισαριανή   δεν  έφερε  το  αποτέλεσμα  που  είχαν  τα   «μπλόκα»  σε  άλλες  συνοικίες  που  εξανδραποδίστηκαν,  όπως  το  Δουργούτι,   το  Περιστέρι,  η   Κοκκινιά,  και   ο  γειτονικός   Βύρωνας.

Η  μαρτυρία  της  μαχήτριας   του  ΕΛΑΣ  Ευτυχίας   Μουρίκη,  για   το  καλοκαίρι   του  1944,  είναι  χαρακτηριστική

«Ο  κόσμος  έδινε  τις  μάχες,  όχι  εμείς !  Σε  μια  άλλη  μάχη  θυμάμαι,  μας  κυνηγήσανε  και  υποχωρήσαμε.  Ημουνα  εγώ,  ο   Φάνης κι  ο  Ορέστης  και  χωθήκαμε  σε  ένα  σπίτι.  […]  Το  είχανε  ζώσει  από  παντού   και  ανεβαίνουμε  από  μια  σκαλίτσα  στην  ταράτσα.   Είχανε  κουβέρτες,  είχανε  μπόγους   στις ταράτσες  ο  κόσμος, έτσι  ώστε  αν  καταφύγουμε  πουθενά,  να   καλυφτούμε.  Όπως  ανεβαίνω  τελευταία,  τραβάω  τη  σκάλα  απάνω  και  καθίσαμε  εκεί.  Ο  Ορέστης  είχε  το  χέρι  του  χτυπημένο.  Λίμνη  το  αίμα.  Ήθελε  να  αυτοκτονήσει.  Γιατί  τότε  έμπαινε  γραμμή «Όχι  ζωντανοί  στα  χέρια  τους!»
Αλλά  δεν  την  ήθελα  την   αυτοκτονία (…)
Εγώ  είχα  έξι  σφαίρες  στο  πιστόλι,   ο  Ορέστης  είχε  πέντε,  κι  ο  Φάνης  τρείς.  Τα  παίρνω  εγώ  και  τα  τρία   πιστόλια.  Όπως  είμαστε  κουκουλωμένοι  και  με  γουρλωμένα  μάτια   μέσα  στις  κουρελούδες,  λέμε  « τσιμουδιά»   και  συμφωνήσαμε,   μόλις  τους  δούμε  κι  ανεβαίνουνε  η  σκαρφαλώσουνε,  εγώ  θα  κρατήσω  τις  τελευταίες  σφαίρες  να  αυτοκτονήσουμε.   Σταυρωτά  τα  πιστόλια  τα  είχαμε….
Ούτε  ανάσα,  ιδρώτας  μας  έλουζε.   Έρχονται  5-6  τσολιάδες, τους   ανοίγει   η  γριά.
 «Εδώ  μπήκανε,  τους  είδαμε»  !
 «Δεν   είναι  κανείς  παιδιά  μου»
 «Πουτάνα !  Κομμουνίστρια !»
Τίποτα.  Και  είχε  ένα  κοτέτσι.  Με τη  φασαρία  οι  κότες  ξεσηκωθήκανε.  Οπότε   τους  λέει
 «Ρε   παιδάκια  μου,  δεν  παίρνετε  καμιά  κότα  να  πάρετε  ένα  μεζεδάκι?  Πάντως  εγώ  δεν  αντιλήφθηκα  να  πηδήξανε  από το   δικό  μου.»

Και  το  ρίξανε  στο  πλιάτσικο  και φύγανε.  Μπορούσαμε  να  τους  φάμε,  αλλά  δεν  φτάνανε  οι  σφαίρες  μας.  Κι  έτσι  εγλυτώσαμε. Κι  όταν  κατεβήκαμε  και  μας  είδε  η  γυναίκα,  έμεινε  άναυδη.  Δεν  περίμενε  ότι  ήμασταν  από  πάνω  της.»

Η  Καισαριανή  βρισκόταν  υπό  τον  έλεγχο  του  ΕΑΜ   αρκετές  εβδομάδες  πριν  από  την  αποχώρηση  των  Γερμανών.  Η  στρατολογία  του  ΕΛΑΣ  απέδωσε   δύο  τάγματα  που  ανήκαν  στο  2ο   Σύνταγμα  της  Ι  Ταξιαρχίας  Ανατολικών  Συνοικιών  του  ΕΛΑΣ  Αθήνας.  Το  ένα  τάγμα  ονομάστηκε  « Πρότυπο»,  και  διέθετε  ομοιόμορφη  εμφάνιση,  ικανοποιητικό  οπλισμό,  γερμανικά  κράνη,  και  στρατωνισμό  στο  κτίριο  του  σχολείου.  Κατά  την  απελευθέρωση,  διοικητές  των  δύο  ταγμάτων  ανέλαβαν  δύο  υψηλόβαθμοι  Καισαριανιώτες  στρατιωτικοί,  ο  ταγματάρχης  πυροβολικού  Ορέστης  Βαλαλάκης  στο  Πρότυπο  τάγμα,  και  ο  πασίγνωστος  ταγματάρχης  πεζικού  Νικόλαος  Βαρκαντζής  (Μπαρκάντζας),  που  ντύθηκαν  ξανά  το  χακί,  για  να  προσφέρουν  τις  υπηρεσίες τους  στο  λαό  της  Καισαριανής.

 ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ      ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ - ΤΟ    ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ  ΤΗΣ   ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

 Το   Σκοπευτήριο  της  Καισαριανής   ήταν  ο   μεγαλύτερος  τόπος   εκτελέσεων  της  κατεχόμενης  Ελλάδας.  Χρησιμοποιήθηκε  από  τους  Γερμανούς  επειδή  ήταν  ήδη  διαμορφωμένος   χώρος.  Το   1942  εκτελέστηκαν  13  όμηροι  που  είχαν  συλληφθεί  για σαμποτάζ  η  συμμετοχή   σε  οργανώσεις.  Το  1943  ο  αριθμός  ανέβηκε  σε  123  άτομα  και  το  αποκορύφωμα  ήταν  οι  493  εκτελεσμένοι  του  1944.  Πιστεύεται  ότι  ο αριθμός  των  εκτελεσμένων  πρέπει να  είναι  πολύ  μεγαλύτερος. 

Η  ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ   ΤΟΥ  1944

Οι   Γερμανοί  και  οι  συνεργάτες  τους   πραγματοποίησαν   47  εκτελέσεις  στο  σκοπευτήριο.  Το   σημαντικότερο  επεισόδιο  στην  ιστορία  των  εκτελέσεων  ήταν  η  εκτέλεση   των  200   πολιτικών  κρατουμένων  την  1η  του  Μαη  του  1944.  Οι  εκτελέσεις  αυτές  αποτέλεσαν  τα  αντίποινα  για  το  θάνατο  ενός  Γερμανού   στρατηγού  σε  ενέδρα  των  ανταρτών  στη  Λακωνία. Οι  εκτελεσμένοι  ήταν  κομμουνιστές  κρατούμενοι  της  Ακροναυπλίας, που  η  δικτατορία  του  Μεταξά   παρέδωσε  στους  Γερμανούς  μετά  την  κατάληψη  της  χώρας.  Το  γεγονός  αποτελε’ι  ορόσημο  στην  ιστορία  της  κατοχής,  και  χαράχθηκε  ανεξίτηλα  στις  μνήμες  των  κατοίκων.

Η  μαρτυρία  της  Ευτυχίας  Μουρίκη (Νέα  Σμύρνη  1926  --  Αθήνα  2009,  μέλος  της  ΕΠΟΝ,  μαχήτρια  του  ΕΛΑΣ  Καισαριανής)

«Το  πατρικό  μου  σπίτι  δεν  ήτανε  στην  Καισαριανή,  ήτανε  το  σπίτι  της  θείας  μου,  αδελφής  του  πατέρα  μου,  που  την  είδα  σα  μάνα  μου.  Η  ξαδέλφη μου  πήγαινε  κι  αυτή  στο  γυμνάσιο  και  ήτανε  Επονίτισσα.  Κάθεται  πάνω  στην Κασαμπά, στο  ύψωμα.  Το  τελευταίο  σπίτι προς  το  βουνό,  το  νούμερο  2.  Κι εδώ  ακριβώς  είναι  το  βουνό,  που  αν  ανεβείς  το  βουναλάκι  από  κάτω  είναι  το  Σκοπευτήριο.  Σ’ αυτό  το  βουναλάκι  την  Πρωτομαγιά  είχαμε  πάει  ο  Βυζανιάρης,  αυτή  εγώ,  μπορεί  να  ήταν  και  η  Ξένη  η  Βαρδάκη…
Επεριμέναμε  ότι  θα  γίνει  η  εκτέλεση,  και λέγαμε  μάλιστα  να  χτυπήσουμε  η  να  μη  χτυπήσουμε.  Και  πήραμε   ένα  παλιό  γραμμόφωνο,   ότι  δήθεν  ήμαστε  για  εκδρομή,   και  είδαμε  τις  εκτελέσεις. 
Δέκα – δέκα  τους  εβάζανε  στη  σειρά.  Η  επόμενη  δεκάδα  να  τους  παίρνει  και  να  τους  πετάει  πάνω  στο  καμιόνι,  η  επόμενη,  η  επόμενη….
Τραγουδούσανε,  άλλοι  είχανε  κουράγιο,  άλλοι  δεν  είχανε.   Χλωμοί,  κίτρινοι,  αγνώριστοι,  άλλοι  με  φόρμες  της  φυλακής,  τα  ριγέ.  Η  φάτσα  τους  ένα  χρώμα  κίτρινο.  Ήταν  και  κουρεμένοι  με  την  ψιλή  μηχανή.  Οι  πιο  πολλοί  φωνάζανε  « Ζήτω  το   ΚΚΕ»…  Και  τότε  εγώ  για  να  είμαι  ειλικρινής  μπήκα  στο  νόημα.  Ήξερα  ότι  το  ΚΚΕ παλεύει  για  δικαιοσύνη,  για  αλήθεια  αλλά δεν  με  είχε  διαφωτίσει  κανείς.  Πέντε  λόγια  από δω κι  από  κει,  ότι  έπαιρνα.. Μιλάω  ειλικρινά.  Και  όταν  είδαμε  παλικαριά  που  πήγαιναν  αυτοί  οι  άνθρωποι,  δε  μπορείς  να  φανταστείς  πως  νοιώσαμε!
Το  υπολογίζαμε  αυτό  και  το  καταλαβαίνω  εκ  των  υστέρων,  ότι  βάραινε η  γνώμη  ότι  θα  έπρεπε  να  υπολογίζουμε  να  μη  δώσουμε  βάρος  και  η  ζημιά  να  είναι  μεγαλύτερη.  Να μην  καιγόταν  η  γειτονιά  όπως  καιγόντουσαν  τα  χωριά  έξω.  (Μετά)  γυρίσαμε  στην  πόλη,  λυπημένοι  όλοι,  το  βραδινό  μας  χωνί  εβγήκε.  Οι  κατακτητές  χτυπήσανε,  σκοτώσανε  τόσους.  Χωνιά  παντού,  οι  καμπάνες  χτυπήσαν,  τα  σπίτια  όλα  ανοίξαν.
Ερχόντας (ερχόμενη)  εδώ  για  να  δω  τη  θεία  μου,  είδα  την  αδελφή  μου  η  οποία  είχε  αποβάλει,  ήτανε  18   χρονών  νιόπαντρη.  Και  το  δε  αίμα  (των  εκτελεσμένων)  έτρεχε  μπροστά  στην  πόρτα  της,  στη  δε  πόρτα  της  θείας  μου  ήτανε  βρύση  κι  έπλεναν  τα  χέρια  τους  οι   σκουπιδιαρέοι,  αυτοί  που  πετάξανε  τα  πτώματα  {κι  έρχονταν}  τελευταίοι.  Αυτό  το  `ζησα. Η  αδελφή  μου  ακόμα  το  θυμάται  και  ανατριχιάζει,  όταν  τους  είδε  και  μπήκαν  στης θείας  μου  το  σπίτι...    
Τα  αυτοκίνητα  περνάγανε Φιλολάου.  Ήταν  η  ώρα  που  έφεγγε  (5.00  η  ώρα  ξημερώματα  ήταν) κι  αρχίσανε οι  εκτελέσεις. Τα  αετόπουλα  μαζέψανε  σημειώματα  από  τους  δρόμους  και  τα  δώσανε. Στης  θείας  μου  την  πόρτα  ήτανε  πεταμένα  σημειώματα,  τα  πήραμε  και  τα  δώσαμε  πάλι  στην  οργάνωση. Θυμάμαι  δύο,  το  ένα  μιας  γυναίκας,  το  άλλο  ενός  άντρα.  Άλλα  ήταν  κακογραμμένα… Για  μας  αυτά  ήτανε  «λάφυρα»…κειμήλια.
…Το  δε  αίμα  έτρεχε  αυλάκι,  ποτάμι! Ήταν  πολύ,  δεν  ήταν  λίγο ..διακόσιοι  άνθρωποι!  Κι  εμείς  να  ψευτοτραγουδάμε, να  κάνουμε  ότι  γιορτάζουμε  την  Πρωτομαγιά  εκεί  πάνω… και  να  ‘μαστε  με  σφιγμένα  τα  δόντια,  όλοι.  Και  δυο -  τρεις  βαστούσαμε  τα  όπλα,  (τα  όπλα ακόμα  τα  κρύβαμε, δεν  τα  βγάζαμε),   λέγαμε  να   βγάλουμε  τα  όπλα  και  να  ρίξουμε.  Μπορούσαμε  να  κάνουμε  τίποτα  με  τόσα  αυτοκίνητα  γερμανικά?  Θα γλύτωναν  οι  διακόσιοι  η  θα  χανόταν  μαζί  τους  η   Καισαριανή  και  όλος  ο  Βύρωνας?  Αυτοί  τα  ‘παίζαν  όλα  για  όλα.»